Anonymous

ὑπόδουλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(43)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδουλος]], -ον, ΝΜ [[δοῡλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξένη]] [[κυριαρχία]], υποταγμένος, [[σκλάβος]] («υπόδουλο [[έθνος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι υπόδουλοι</i><br />οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό [[ζυγό]], ραγιάδες<br /><b>μσν.</b><br />[[δούλος]] σε κάποιον.
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδουλος]], -ον, ΝΜ [[δοῦλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξένη]] [[κυριαρχία]], υποταγμένος, [[σκλάβος]] («υπόδουλο [[έθνος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι υπόδουλοι</i><br />οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό [[ζυγό]], ραγιάδες<br /><b>μσν.</b><br />[[δούλος]] σε κάποιον.
}}
}}