Anonymous

χύτρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. [[κύθρα]] και σικελ. τ. [[κύτρα]] Α<br />πήλινο μαγειρικό [[σκεύος]] για [[βράσιμο]] φαγητού, με δύο [[συνήθως]] λαβές, κν. [[σήμερα]] [[τσουκάλι]] (α. «[[Χριστός]] θα φέρη ξύλα και [[ψωμί]] και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του [[πυρός]]», Παπαδ.<br />β. «κυδωνάτον χύτραν», Πρόδρ.<br />γ. «τὴν χύτραν συντρίψετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μαγειρικό [[σκεύος]] από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χύτρα]] ταχύτητας» — [[σκεύος]] ειδικής κατασκευής, με [[βαλβίδα]], για γρήγορο [[βράσιμο]] τών φαγητών<br />β) «χύτρες γιγάντων»<br /><b>γεωλ.</b> κυλινδρικές οπές στο [[πέτρωμα]] ποτάμιας κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] φιλιού, [[κατά]] το οποίο ο [[ένας]] κρατούσε τον [[άλλο]] από τα αφτιά<br /><b>2.</b> μαύρο ξηρό [[σύκο]]<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) το [[μέρος]] όπου πωλούσαν χύτρες<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χύτραι</i><br />χύτρες με βρασμένα όσπρια που χρησιμοποιούσαν στην [[τελετουργία]] καθιέρωσης αγάλματος ή βωμού («τὰς χύτρας, αἷς τὸν θεόν ἱδρυσόμεθα, λαβοῡσ' ἐπὶ τῆς κεφαλῇς [[φέρε]] σεμνῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «χύτραις λημᾱν» — το να έχει [[κανείς]] πολύ μεγάλες τσίμπλες στα μάτια του (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>βλ.</b> και λ. -<i>τρον</i>), [[πρβλ]]. [[ῥήτρα]], [[φαρέτρα]]. Ο τ. <i>κύθρη</i> με [[μετάθεση]] της δασύτητος του <i>χ</i>- στο -<i>τ</i>-, ενώ ο τ. [[κύτρα]] με αποδάσυνση].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. [[κύθρα]] και σικελ. τ. [[κύτρα]] Α<br />πήλινο μαγειρικό [[σκεύος]] για [[βράσιμο]] φαγητού, με δύο [[συνήθως]] λαβές, κν. [[σήμερα]] [[τσουκάλι]] (α. «[[Χριστός]] θα φέρη ξύλα και [[ψωμί]] και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του [[πυρός]]», Παπαδ.<br />β. «κυδωνάτον χύτραν», Πρόδρ.<br />γ. «τὴν χύτραν συντρίψετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μαγειρικό [[σκεύος]] από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χύτρα]] ταχύτητας» — [[σκεύος]] ειδικής κατασκευής, με [[βαλβίδα]], για γρήγορο [[βράσιμο]] τών φαγητών<br />β) «χύτρες γιγάντων»<br /><b>γεωλ.</b> κυλινδρικές οπές στο [[πέτρωμα]] ποτάμιας κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] φιλιού, [[κατά]] το οποίο ο [[ένας]] κρατούσε τον [[άλλο]] από τα αφτιά<br /><b>2.</b> μαύρο ξηρό [[σύκο]]<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) το [[μέρος]] όπου πωλούσαν χύτρες<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χύτραι</i><br />χύτρες με βρασμένα όσπρια που χρησιμοποιούσαν στην [[τελετουργία]] καθιέρωσης αγάλματος ή βωμού («τὰς χύτρας, αἷς τὸν θεόν ἱδρυσόμεθα, λαβοῦσ' ἐπὶ τῆς κεφαλῇς [[φέρε]] σεμνῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «χύτραις λημᾱν» — το να έχει [[κανείς]] πολύ μεγάλες τσίμπλες στα μάτια του (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>βλ.</b> και λ. -<i>τρον</i>), [[πρβλ]]. [[ῥήτρα]], [[φαρέτρα]]. Ο τ. <i>κύθρη</i> με [[μετάθεση]] της δασύτητος του <i>χ</i>- στο -<i>τ</i>-, ενώ ο τ. [[κύτρα]] με αποδάσυνση].
}}
}}
{{lsm
{{lsm