3,277,242
edits
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς<br /><b>6.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που μασάει με θόρυβο («[[ἄλλοτε]] καρχαρίην ὁτὲ δὲ [[ῥόθιον]] ψαμαθῑδα», Νουμήν.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥόθιον]]<br />α) το [[κύμα]] που έρχεται με θόρυβο και [[ορμή]] [[προς]] την [[παραλία]] (α. «ἀμφιπλάγκτων ῥοθίων [[μόνος]] κλύων», <b>Σοφ.</b><br />β. «παρ' ἅλιον αἰγιαλὸν ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ δραμόντες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) η ροή, το [[ρεύμα]] τών κυμάτων («κῡμα δὲ ποντον τραχεῑ ῥοθίῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) η [[σφοδρότητα]], η [[ορμή]] τών κυμάτων («εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[πάταγος]], ο συγχρονισμένος [[χτύπος]] τών κουπιών («Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπήγε μὲν τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br />ε) ορμητική, [[θορυβώδης]] [[κίνηση]] («τῆς ἵππου τὸ [[ῥόθιον]] ἀνέχεσθαι», Δίον. Αλ.)<br />στ) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) βίαιη [[εκδήλωση]], [[έκρηξη]] («τὸ [[ῥόθιον]] τοῦ | |mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς<br /><b>6.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που μασάει με θόρυβο («[[ἄλλοτε]] καρχαρίην ὁτὲ δὲ [[ῥόθιον]] ψαμαθῑδα», Νουμήν.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥόθιον]]<br />α) το [[κύμα]] που έρχεται με θόρυβο και [[ορμή]] [[προς]] την [[παραλία]] (α. «ἀμφιπλάγκτων ῥοθίων [[μόνος]] κλύων», <b>Σοφ.</b><br />β. «παρ' ἅλιον αἰγιαλὸν ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ δραμόντες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) η ροή, το [[ρεύμα]] τών κυμάτων («κῡμα δὲ ποντον τραχεῑ ῥοθίῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) η [[σφοδρότητα]], η [[ορμή]] τών κυμάτων («εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[πάταγος]], ο συγχρονισμένος [[χτύπος]] τών κουπιών («Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπήγε μὲν τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br />ε) ορμητική, [[θορυβώδης]] [[κίνηση]] («τῆς ἵππου τὸ [[ῥόθιον]] ἀνέχεσθαι», Δίον. Αλ.)<br />στ) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) βίαιη [[εκδήλωση]], [[έκρηξη]] («τὸ [[ῥόθιον]] τοῦ θυμοῦ», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ζ) [[θόρυβος]], [[ταραχή]] («κἀκ τοῦ δ' ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν», <b>Ευρ.</b>)<br />η) [[θορυβώδης]] [[επιδοκιμασία]] («αἴρεσθ' αὐτῷ πολὺ τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοθίως</i> Α<br /><b>1.</b> με θόρυβο, ηχηρά<br /><b>2.</b> [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |