Anonymous

κάρδαμον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "\/" to "/")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρδᾰμον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ [[σπόρος]] [[αὐτοῦ]] ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ [[σίναπι]], Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ [[βλέμμα]] (ὡς τὸ [[νᾶπυ]], δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lup nis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
|lstext='''κάρδᾰμον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ [[σπόρος]] [[αὐτοῦ]] ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ [[σίναπι]], Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ [[βλέμμα]] (ὡς τὸ [[νᾶπυ]], δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου [[quid distent aera lupinis]]), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly