Anonymous

οἰοβουκόλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.).
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.).
}}
}}