Anonymous

ἀκάνθινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ"
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[αγκάθινος]], -η, -ο (Α [[ἀκάνθινος]], -ίνη, -ον) [[ἄκανθα]]<br />φτιαγμένος με αγκάθια<br />«ακάνθινο [[στεφάνι]]», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «[[ἄκανθα]]» ([[είτε]] από το [[ξύλο]] του δέντρου [[είτε]] από το εσωτερικό του φλοιού)<br />«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (<b>Ηρόδ.</b> Β, 96)<br />«[[δένδρον]] ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται [[κάλλιστα]]» (<b>Στράβ.</b> Γ, 5, 10)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακανθώδης]], [[δύσκολος]], [[τραχύς]]<br />«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῑς» (Ανακρ. 53, 12)<br /><b>3.</b> «[[ἀκάνθινος]] [[πάππος]]» — το [[γήρειον]], το [[χνούδι]] που βγαίνει από [[μερικά]] είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
|mltxt=-η, -ο και [[αγκάθινος]], -η, -ο (Α [[ἀκάνθινος]], -ίνη, -ον) [[ἄκανθα]]<br />φτιαγμένος με αγκάθια<br />«ακάνθινο [[στεφάνι]]», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «[[ἄκανθα]]» ([[είτε]] από το [[ξύλο]] του δέντρου [[είτε]] από το εσωτερικό του φλοιού)<br />«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (<b>Ηρόδ.</b> Β, 96)<br />«[[δένδρον]] ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται [[κάλλιστα]]» (<b>Στράβ.</b> Γ, 5, 10)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακανθώδης]], [[δύσκολος]], [[τραχύς]]<br />«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῖς» (Ανακρ. 53, 12)<br /><b>3.</b> «[[ἀκάνθινος]] [[πάππος]]» — το [[γήρειον]], το [[χνούδι]] που βγαίνει από [[μερικά]] είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm