πρόσφορος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσφορος]], -ον, ΝΜΑ [[προσφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] (α. «δεν [[είναι]] πρόσφορη η γη για [[καλλιέργεια]] καπνού» β. «τοῖς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ [[δεινά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πρόσφορο]](<i>ν</i>)<br />[[καθετί]] που [[είναι]] κατάλληλο («πᾱν τὸ πρόσφορον Ρωμαίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) ο [[άρτος]] που προσφέρεται στην Εκκλησία για τη Θεία Ευχαριστία<br />β) [[αφιέρωμα]], [[ανάθημα]] («λείψανα [[άγια]], τίμια ξύλα, [[κάθε]] [[πρόσφορο]] [[ιερό]]», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόσφορο]] [[έδαφος]]»<br /><b>μτφ.</b> κατάλληλη [[περίσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πρόσφορον</i> και <i>τὰ πρόσφορα</i><br />οι πρόσοδοι, τα εισοδήματα («καρπείαν καὶ ἐνοίκησιν καὶ τὰ ἄλλα πρόσφορα», πάπ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) [[καθετί]] που [[είναι]] κατάλληλο («τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ βίῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) [[καθετί]] που προσλαμβάνεται ή τρώγεται<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με κατάλληλο τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προσφόρως]] ΝΜΑ<br />με κατάλληλο τρόπο («ἵνα καὶ τι τῆς [[θύραθεν]] παιδείας [[προσφόρως]] [[ἐνείρω]]», Θεοφύλ. Σ.).
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσφορος]], -ον, ΝΜΑ [[προσφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] (α. «δεν [[είναι]] πρόσφορη η γη για [[καλλιέργεια]] καπνού» β. «τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ [[δεινά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πρόσφορο]](<i>ν</i>)<br />[[καθετί]] που [[είναι]] κατάλληλο («πᾱν τὸ πρόσφορον Ρωμαίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) ο [[άρτος]] που προσφέρεται στην Εκκλησία για τη Θεία Ευχαριστία<br />β) [[αφιέρωμα]], [[ανάθημα]] («λείψανα [[άγια]], τίμια ξύλα, [[κάθε]] [[πρόσφορο]] [[ιερό]]», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόσφορο]] [[έδαφος]]»<br /><b>μτφ.</b> κατάλληλη [[περίσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πρόσφορον</i> και <i>τὰ πρόσφορα</i><br />οι πρόσοδοι, τα εισοδήματα («καρπείαν καὶ ἐνοίκησιν καὶ τὰ ἄλλα πρόσφορα», πάπ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) [[καθετί]] που [[είναι]] κατάλληλο («τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ βίῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) [[καθετί]] που προσλαμβάνεται ή τρώγεται<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με κατάλληλο τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προσφόρως]] ΝΜΑ<br />με κατάλληλο τρόπο («ἵνα καὶ τι τῆς [[θύραθεν]] παιδείας [[προσφόρως]] [[ἐνείρω]]», Θεοφύλ. Σ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm