3,277,243
edits
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[ὑποτρίβω]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ ὑποτρίμματα</i><br />[[έδεσμα]], [[σάλτσα]] ή [[στόλισμα]] [[κυρίως]] για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη [[γεύση]] (α. «τοῖσι ἰχθύσι | |mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[ὑποτρίβω]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ ὑποτρίμματα</i><br />[[έδεσμα]], [[σάλτσα]] ή [[στόλισμα]] [[κυρίως]] για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη [[γεύση]] (α. «τοῖσι ἰχθύσι ἑφθοῖσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — [[σάλτσα]] ή [[σούπα]] από πράσινα χορταρικά<br />β) «βλέπων [[ὑπότριμμα]]»<br /><b>μτφ.</b> με [[βλέμμα]] αγριεμένο (<b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |