Anonymous

εν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  18 June 2022
m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐν]], Α ποιητ. τ. [[ἐνί]], [[εἰν]], [[εἰνί]])<br /><b>πρόθ.</b> (με δοτ.) Ι. (για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]], [[εντός]] («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> δηλώνει τη [[στάση]] σε [[τόπο]] («εν Αθήναις»)<br /><b>3.</b> με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με [[παράλειψη]] ουσ. (<i>δόμοις</i>, <i>οίκω</i>, <i>μεγάρω</i>, <b>κ.ά.</b>) που εννοείται εύκολα («ἐν Άΐδαο [δόμοις]», «ἐν ἀφνειοῦ πατρός [οἴκῳ]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρήμ. που δηλώνουν [[κίνηση]] δηλώνει το [[τέρμα]] της κινήσεως και τη [[στάση]] σε αυτό το [[σημείο]] («ἐν κονίῃσι [[χαμαὶ]] πέσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> δηλώνει αυτό με το οποίο καλύπτεται ή περιβάλλεται [[κάτι]] (α. «ἐν ὅπλοισι», «ἐν ἐσθῆτι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οὐρανὸς ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> δηλώνει αυτό που [[πάνω]] του βρίσκεται [[κάτι]], [[πάνω]] («ἐν ποταμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> για [[παραπομπή]] σε [[χωρίο]] συγγραφέα («ἐν τοῦ σκήπτρου τῇ παραδόσει» — στο [[χωρίο]] της Ιλιάδ., όπου γίνεται [[λόγος]] για την [[παράδοση]] του σκήπτρου, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («ἐν Δαναοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> (με ρήματα που έχουν λεκτική [[σημασία]]) [[μπροστά]], ενώπιον («πτωχὸς ὤν ἐν ἐσθλοῑσιν λέγειν», Ευριπ.)<br /><b>10.</b> στο [[χέρι]], στην [[εξουσία]] κάποιου («νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> όσον αφορά, ως [[προς]] («ἐν γήρᾳ [[σύμμετρος]] τινι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ποτηρίῳ πίνειν» — από [[ποτήρι]]<br />β) «[[ἄργυρος]] ἐν ἐκπώμασι» — [[ασήμι]] φτιαγμένο σε εκπώματα<br />ΙΙ. (για [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]] ή [[θέση]] όπου βρίσκεται [[κάποιος]])<br /><b>1.</b> για εξωτερικές καταστάσεις («ἐν πολέμῳ», «ἐν αἴσῃ»)<br /><b>2.</b> για εσωτερική [[κατάσταση]], αισθήματα («ἐν φιλότητι», «ἐν φόβῳ», «ἐν σιωπῇ»)<br /><b>3.</b> με ουδ. επιθ. ή ουσ. (α. «ἐν βραχεῑ» — [[σύντομα]]<br />β. «ἐν τάχει» — [[ταχέως]])<br /><b>4.</b> δηλώνει το όργανο, το [[μέσο]] ή τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («ἐν πυρὶ πρήσαντες», «ἐν λιταῑς»)<br />ΙΙΙ. (για χρόνο)<br /><b>1.</b> δηλώνει τον χρόνο [[μέσα]] στον οποίο γίνεται [[κάτι]] («ἐν νυκτί», «ἐν ἄρχοντι Μητροδώρῳ»)<br /><b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] [[μέσα]] στην οποία γίνεται [[κάτι]] («ἐν ἔτεσι [[πεντήκοντα]]»)<br />ΙV. (με αριθμητ.)<br /><b>1.</b> [[απόσταση]], [[διάστημα]] («ἐν δυσὶ σταδίοις»)<br /><b>2.</b> [[τίμημα]] ή [[αξία]] («ἐν δύο ταλάντων» — αξίας δύο ταλάντων, ΠΔ)<br /><b>3.</b> συνολικό [[ποσό]] («προῑκα ἐν δραχμαῑς ἐννακοσίαις»)<br />V. (<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[μέσα]], [[επάνω]] («γράψαι ἐν [[χάλκωμα]]»)<br /><b>2.</b> (στη φρ.) «ἐν δέ» — [[προσέτι]], επί [[πλέον]] («ἐν δ' ὁ παγκρατὴς [[ὕπνος]] λύει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μεταξύ]] αυτών<br /><b>5.</b> (σε [[σύνθεση]]) α) (με ρήμ. ή πρόθ. διατηρεί τη [[σημασία]] της) [[είμαι]], [[υπάρχω]] σ' έναν [[τόπο]] («ἐνορᾱν ἔν τινι»)<br />β) το ίδιο ισχύει για πρόσ. («ἐγγελᾱν τινι»)<br />γ) (με επίθ.) εκφράζει μειωμένο βαθμό της ιδιότητας που δηλώνει το επίθ. («[[ἔμπικρος]]» — [[υπόπικρος]], [[κάπως]] [[πικρός]])<br />δ) την ύπαρξη μιας ιδιότητας («[[ἔμφωνος]]», «[[ἐνάκανθος]]», «[[ἔναιμος]]» — αυτός που έχει [[φωνή]], αγκάθια, [[αίμα]]). Ως α' συνθετικό σε [[σύνθεση]] με ρήμ. ή ονόμ. η [[πρόθεση]] διατηρεί τη βασική [[σημασία]] της του [[εντός]] ή για [[κάτι]]<br />π.χ. [[εμβάλλω]], [[εγκαλώ]], [[ενδημώ]], [[ενάλιος]], [[ενδιαιτώμαι]], [[εναβρύνομαι]] κ.λπ. Ως α' συνθετικό η [[πρόθεση]] τρέπεται σε <i>εμ</i>- [[πριν]] από τα σύμφωνα <i>π</i>, <i>β</i>, <i>φ</i>, <i>μ</i>, <i>ψ</i>, σε <i>εγ</i>- [[πριν]] από τα σύμφωνα <i>κ</i>, <i>γ</i>, <i>χ</i>, <i>ξ</i>, σε <i>ελ</i>- [[πριν]] από το <i>Α</i> και μερικές φορές σε <i>ερ</i>- [[πριν]] από το <i>ρ</i> ([[έρρυθμος]] και [[ένρυθμος]]). Η [[θέση]] της προθέσεως <i>εν</i> [[είναι]] [[συνήθως]] [[μεταξύ]] του ονόματος και του επιθετικού προσδιορισμού στους επικούς ποιητές («αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>). Επίσης μερικές φορές η πρόθ. ακολουθεί το ουσ. που προσδιορίζει, [[χωρίς]] επιθετ. προσδιορισμό, [[αλλά]] [[τότε]] χρησιμοποιείται συχνότατα ο [[τύπος]] <i>ενί</i> με [[αναστροφή]], δηλ. με αναβιβασμό του τόνου: ένι («[[σπέος]] ἵκετο, τῷ ἔνι Νύμφη ναῑεν [[εὐπλόκαμος]]», Ομήρ. Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>εν</i> ([[Όμηρος]] και ιων.-αττ.), με παράλληλο τ. <i>ενί</i> και με [[μετρική]] [[έκταση]] <i>ειν</i> και <i>εινί</i>, χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]] [[κυρίως]] στην ιων.-αττική διάλεκτο, [[αλλά]] και ως προρρηματικό του οποίου το -<i>ν</i>-αφομοιώνεται κανονικώς [[προς]] το επόμενο [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. [[εμβαίνω]], [[εμβυθίζω]], [[εμμείγνυμι]], [[εμποτίζω]], [[εγχέω]], [[εγχειρίζω]] <b>κ.ά.</b>). Στην αρκαδο-κυπριακή και στην κρητική διάλεκτο εμφανίζεται ως <i>ιν</i>. Συντάσσεται [[κυρίως]] με [[δοτική]] [[πτώση]] για να δηλώσει [[στάση]] σ' έναν [[τόπο]], [[αλλά]] στη δωρική, βορειοδυτική, αρκαδοκυπριακή, θεσσαλική και βοιωτική διάλεκτο συνάπτεται και με [[αιτιατική]] δηλώνοντας [[κατεύθυνση]] [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου, που στις άλλες διαλέκτους εκφράζεται με τον νεώτερο σχηματισμό <i>ενς</i> (<b>βλ.</b> <i>εις</i>), ο [[οποίος]] σχηματίστηκε [[κατά]] το αντίθετό του <i>εξ</i>. Σιγά [[σιγά]] και από την [[εποχή]] της Κοινής η [[χρήση]] του <i>εν</i> με [[αιτιατική]] υποχωρεί [[έναντι]] του <i>εις</i> για τη [[δήλωση]] της κατευθύνσεως. Ετυμολογικώς το <i>εν</i> ανάγεται σε ΙE <i>en</i> και συνδέεται με αρχ. λατ. <i>en</i> (>λατ. <i>in</i>), οσκοουμβρ. <i>en</i>, αρχ. ιρλ. <i>in</i>, γοτθ. <i>in</i> κ.λπ. Ο τ. <i>ενί</i> εμφανίζει πιθ. [[κατάληξη]] τοπικής. Υπετέθη, εξάλλου, ότι και το αθροιστικό <i>α</i>- ορισμένων λέξεων ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>η</i> του <i>εν</i>].<br /><b>(II)</b><br />και ένα (A ἕν)<br /><b>βλ.</b> [[ένας]].<br /><b>(III)</b><br />(Μ ἔν)<br />συγκεκομμένος τ. [[αντί]] [[είναι]]<br /><b>1.</b> [[είναι]] (παροιμ., «δεν εν [[παπάς]] αμάρτητος [[μουδέ]] [[δεσπότης]] [[άγιος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αν εν και» — αν [[τυχόν]], αν ίσως και, αν συμβεί να («κι αν εν και τούτο γροικηθεί», <b>Ερωτόκρ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐν]], Α ποιητ. τ. [[ἐνί]], [[εἰν]], [[εἰνί]])<br /><b>πρόθ.</b> (με δοτ.) Ι. (για [[τόπο]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]], [[εντός]] («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> δηλώνει τη [[στάση]] σε [[τόπο]] («εν Αθήναις»)<br /><b>3.</b> με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με [[παράλειψη]] ουσ. (<i>δόμοις</i>, <i>οίκω</i>, <i>μεγάρω</i>, <b>κ.ά.</b>) που εννοείται εύκολα («ἐν Άΐδαο [δόμοις]», «ἐν ἀφνειοῦ πατρός [οἴκῳ]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρήμ. που δηλώνουν [[κίνηση]] δηλώνει το [[τέρμα]] της κινήσεως και τη [[στάση]] σε αυτό το [[σημείο]] («ἐν κονίῃσι [[χαμαὶ]] πέσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> δηλώνει αυτό με το οποίο καλύπτεται ή περιβάλλεται [[κάτι]] (α. «ἐν ὅπλοισι», «ἐν ἐσθῆτι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οὐρανὸς ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> δηλώνει αυτό που [[πάνω]] του βρίσκεται [[κάτι]], [[πάνω]] («ἐν ποταμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> για [[παραπομπή]] σε [[χωρίο]] συγγραφέα («ἐν τοῦ σκήπτρου τῇ παραδόσει» — στο [[χωρίο]] της Ιλιάδ., όπου γίνεται [[λόγος]] για την [[παράδοση]] του σκήπτρου, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] («ἐν Δαναοῖσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> (με ρήματα που έχουν λεκτική [[σημασία]]) [[μπροστά]], ενώπιον («πτωχὸς ὤν ἐν ἐσθλοῖσιν λέγειν», Ευριπ.)<br /><b>10.</b> στο [[χέρι]], στην [[εξουσία]] κάποιου («νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> όσον αφορά, ως [[προς]] («ἐν γήρᾳ [[σύμμετρος]] τινι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ποτηρίῳ πίνειν» — από [[ποτήρι]]<br />β) «[[ἄργυρος]] ἐν ἐκπώμασι» — [[ασήμι]] φτιαγμένο σε εκπώματα<br />ΙΙ. (για [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]] ή [[θέση]] όπου βρίσκεται [[κάποιος]])<br /><b>1.</b> για εξωτερικές καταστάσεις («ἐν πολέμῳ», «ἐν αἴσῃ»)<br /><b>2.</b> για εσωτερική [[κατάσταση]], αισθήματα («ἐν φιλότητι», «ἐν φόβῳ», «ἐν σιωπῇ»)<br /><b>3.</b> με ουδ. επιθ. ή ουσ. (α. «ἐν βραχεῑ» — [[σύντομα]]<br />β. «ἐν τάχει» — [[ταχέως]])<br /><b>4.</b> δηλώνει το όργανο, το [[μέσο]] ή τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («ἐν πυρὶ πρήσαντες», «ἐν λιταῑς»)<br />ΙΙΙ. (για χρόνο)<br /><b>1.</b> δηλώνει τον χρόνο [[μέσα]] στον οποίο γίνεται [[κάτι]] («ἐν νυκτί», «ἐν ἄρχοντι Μητροδώρῳ»)<br /><b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] [[μέσα]] στην οποία γίνεται [[κάτι]] («ἐν ἔτεσι [[πεντήκοντα]]»)<br />ΙV. (με αριθμητ.)<br /><b>1.</b> [[απόσταση]], [[διάστημα]] («ἐν δυσὶ σταδίοις»)<br /><b>2.</b> [[τίμημα]] ή [[αξία]] («ἐν δύο ταλάντων» — αξίας δύο ταλάντων, ΠΔ)<br /><b>3.</b> συνολικό [[ποσό]] («προῑκα ἐν δραχμαῑς ἐννακοσίαις»)<br />V. (<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[μέσα]], [[επάνω]] («γράψαι ἐν [[χάλκωμα]]»)<br /><b>2.</b> (στη φρ.) «ἐν δέ» — [[προσέτι]], επί [[πλέον]] («ἐν δ' ὁ παγκρατὴς [[ὕπνος]] λύει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μεταξύ]] αυτών<br /><b>5.</b> (σε [[σύνθεση]]) α) (με ρήμ. ή πρόθ. διατηρεί τη [[σημασία]] της) [[είμαι]], [[υπάρχω]] σ' έναν [[τόπο]] («ἐνορᾱν ἔν τινι»)<br />β) το ίδιο ισχύει για πρόσ. («ἐγγελᾱν τινι»)<br />γ) (με επίθ.) εκφράζει μειωμένο βαθμό της ιδιότητας που δηλώνει το επίθ. («[[ἔμπικρος]]» — [[υπόπικρος]], [[κάπως]] [[πικρός]])<br />δ) την ύπαρξη μιας ιδιότητας («[[ἔμφωνος]]», «[[ἐνάκανθος]]», «[[ἔναιμος]]» — αυτός που έχει [[φωνή]], αγκάθια, [[αίμα]]). Ως α' συνθετικό σε [[σύνθεση]] με ρήμ. ή ονόμ. η [[πρόθεση]] διατηρεί τη βασική [[σημασία]] της του [[εντός]] ή για [[κάτι]]<br />π.χ. [[εμβάλλω]], [[εγκαλώ]], [[ενδημώ]], [[ενάλιος]], [[ενδιαιτώμαι]], [[εναβρύνομαι]] κ.λπ. Ως α' συνθετικό η [[πρόθεση]] τρέπεται σε <i>εμ</i>- [[πριν]] από τα σύμφωνα <i>π</i>, <i>β</i>, <i>φ</i>, <i>μ</i>, <i>ψ</i>, σε <i>εγ</i>- [[πριν]] από τα σύμφωνα <i>κ</i>, <i>γ</i>, <i>χ</i>, <i>ξ</i>, σε <i>ελ</i>- [[πριν]] από το <i>Α</i> και μερικές φορές σε <i>ερ</i>- [[πριν]] από το <i>ρ</i> ([[έρρυθμος]] και [[ένρυθμος]]). Η [[θέση]] της προθέσεως <i>εν</i> [[είναι]] [[συνήθως]] [[μεταξύ]] του ονόματος και του επιθετικού προσδιορισμού στους επικούς ποιητές («αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>). Επίσης μερικές φορές η πρόθ. ακολουθεί το ουσ. που προσδιορίζει, [[χωρίς]] επιθετ. προσδιορισμό, [[αλλά]] [[τότε]] χρησιμοποιείται συχνότατα ο [[τύπος]] <i>ενί</i> με [[αναστροφή]], δηλ. με αναβιβασμό του τόνου: ένι («[[σπέος]] ἵκετο, τῷ ἔνι Νύμφη ναῑεν [[εὐπλόκαμος]]», Ομήρ. Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>εν</i> ([[Όμηρος]] και ιων.-αττ.), με παράλληλο τ. <i>ενί</i> και με [[μετρική]] [[έκταση]] <i>ειν</i> και <i>εινί</i>, χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]] [[κυρίως]] στην ιων.-αττική διάλεκτο, [[αλλά]] και ως προρρηματικό του οποίου το -<i>ν</i>-αφομοιώνεται κανονικώς [[προς]] το επόμενο [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. [[εμβαίνω]], [[εμβυθίζω]], [[εμμείγνυμι]], [[εμποτίζω]], [[εγχέω]], [[εγχειρίζω]] <b>κ.ά.</b>). Στην αρκαδο-κυπριακή και στην κρητική διάλεκτο εμφανίζεται ως <i>ιν</i>. Συντάσσεται [[κυρίως]] με [[δοτική]] [[πτώση]] για να δηλώσει [[στάση]] σ' έναν [[τόπο]], [[αλλά]] στη δωρική, βορειοδυτική, αρκαδοκυπριακή, θεσσαλική και βοιωτική διάλεκτο συνάπτεται και με [[αιτιατική]] δηλώνοντας [[κατεύθυνση]] [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου, που στις άλλες διαλέκτους εκφράζεται με τον νεώτερο σχηματισμό <i>ενς</i> (<b>βλ.</b> <i>εις</i>), ο [[οποίος]] σχηματίστηκε [[κατά]] το αντίθετό του <i>εξ</i>. Σιγά [[σιγά]] και από την [[εποχή]] της Κοινής η [[χρήση]] του <i>εν</i> με [[αιτιατική]] υποχωρεί [[έναντι]] του <i>εις</i> για τη [[δήλωση]] της κατευθύνσεως. Ετυμολογικώς το <i>εν</i> ανάγεται σε ΙE <i>en</i> και συνδέεται με αρχ. λατ. <i>en</i> (>λατ. <i>in</i>), οσκοουμβρ. <i>en</i>, αρχ. ιρλ. <i>in</i>, γοτθ. <i>in</i> κ.λπ. Ο τ. <i>ενί</i> εμφανίζει πιθ. [[κατάληξη]] τοπικής. Υπετέθη, εξάλλου, ότι και το αθροιστικό <i>α</i>- ορισμένων λέξεων ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>η</i> του <i>εν</i>].<br /><b>(II)</b><br />και ένα (A ἕν)<br /><b>βλ.</b> [[ένας]].<br /><b>(III)</b><br />(Μ ἔν)<br />συγκεκομμένος τ. [[αντί]] [[είναι]]<br /><b>1.</b> [[είναι]] (παροιμ., «δεν εν [[παπάς]] αμάρτητος [[μουδέ]] [[δεσπότης]] [[άγιος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αν εν και» — αν [[τυχόν]], αν ίσως και, αν συμβεί να («κι αν εν και τούτο γροικηθεί», <b>Ερωτόκρ.</b>).
}}
}}