Anonymous

προτέμνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. [[προτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το [[θέτω]] [[μπροστά]] από κάποιον («[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[αμπέλι]]) [[κλαδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτέμνομαι</i><br />α) [[κόβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[κόβω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[θερίζω]] εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).
|mltxt=ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. [[προτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το [[θέτω]] [[μπροστά]] από κάποιον («[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[αμπέλι]]) [[κλαδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτέμνομαι</i><br />α) [[κόβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[κόβω]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[θερίζω]] εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm