Anonymous

κατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατασκευάζω]]<br />Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], φτειάχνω [[κάτι]] από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] (α. «[[κατασκευάζω]] [[γέφυρα]]» β. «[[κατασκευάζω]] [[ἐπιτείχισμα]] ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] με δόλιους σκοπούς, [[μηχανεύομαι]] (α. «[[κατηγορία]] [ή [[πληροφορία]]] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι '[[ἐνθάδε]] οὐκ ἄπιστον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκευάζομαι</i><br />[[είμαι]] [[στόχος]] συνωμοσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προετοιμάζω]] για [[κάτι]], [[παίρνω]] όλα τα απαραίτητα [[μέτρα]] («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με τα απαραίτητα, [[εξοπλίζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[κατασκευάζω]] τινὰ ἐπὶ στρατιάν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἦν ἱρὸν θησαυροῑσί τε πολλοῑσι καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθιδρύω]] («δημοκρατίαν κατεσκεύαζεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τινὰς [[μελέτη]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «κατεσκεύαζεν εἰς τὸ δουλεύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παριστάνω]] κάποιον με τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο, τον [[παρουσιάζω]] ότι [[είναι]] («παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει» — θα κατασκευάσει μερικούς μεθύστακες και αδιάντροπους, θα παρουσιάσει μερικούς ότι [[είναι]] —[[δήθεν]]— μεθύστακες και αδιάντροποι, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με επιχειρήματα<br /><b>6.</b> [[προετοιμάζω]] δόλια, [[κατευθύνω]], [[καθοδηγώ]] κάποιον με δόλιο σκοπό («τὸν ἁνεψιὸν κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]], [[συναρμόζω]] τις φράσεις ώστε να εντάσσονται στο ρητορικό ύφος («κατασκευάζειν ὀνόματα», Διον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «κατασκευάζομαι ναυμαχίαν» — προετοιμάζομαι για [[ναυμαχία]], [[ετοιμάζω]] τη [[ναυμαχία]]<br />β) «κατεσκεύασαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις» — εγκαταστάθηκαν [[μέσα]] στους πύργους, (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] («πολὺς [[στόλος]] κατεσκευάζετο», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «κατασκευάζομαι τράπεζαν» — [[ιδρύω]] [[τράπεζα]], [[γίνομαι]] [[τραπεζίτης]]<br />ε) «κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν» — έχω γίνει [[μυρεψός]], [[παραγωγός]] και [[έμπορος]] μύρου <b>(Λυσ.)</b><br />στ) «πρόσοδον κατασκευάζομαι» — [[αποκτώ]] [[εισόδημα]]<br />ζ) «κατασκευάζομαι τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν» — [[επινοώ]] μαθηματική [[παράσταση]]<br />η) «κατασκευάζομαι ὡς πολεμήσων, ὡς οἰκήσων κ.λπ.» — ετοιμάζομαι να πολεμήσω, να κατοικήσω κ.λπ.<br />θ) «[[κατασκευάζω]] τῷ λόγω» — [[διατυπώνω]] μια [[πρόταση]] με σαφή συλλογισμό (ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευάζω]] «[[ετοιμάζω]], [[εφοδιάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σκευάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]]), [[πρβλ]]. [[επισκευάζω]], [[παρασκευάζω]].
|mltxt=(AM [[κατασκευάζω]]<br />Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], φτειάχνω [[κάτι]] από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] (α. «[[κατασκευάζω]] [[γέφυρα]]» β. «[[κατασκευάζω]] [[ἐπιτείχισμα]] ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] με δόλιους σκοπούς, [[μηχανεύομαι]] (α. «[[κατηγορία]] [ή [[πληροφορία]]] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι '[[ἐνθάδε]] οὐκ ἄπιστον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκευάζομαι</i><br />[[είμαι]] [[στόχος]] συνωμοσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προετοιμάζω]] για [[κάτι]], [[παίρνω]] όλα τα απαραίτητα [[μέτρα]] («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με τα απαραίτητα, [[εξοπλίζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[κατασκευάζω]] τινὰ ἐπὶ στρατιάν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἦν ἱρὸν θησαυροῑσί τε πολλοῖσι καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθιδρύω]] («δημοκρατίαν κατεσκεύαζεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τινὰς [[μελέτη]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «κατεσκεύαζεν εἰς τὸ δουλεύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παριστάνω]] κάποιον με τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο, τον [[παρουσιάζω]] ότι [[είναι]] («παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει» — θα κατασκευάσει μερικούς μεθύστακες και αδιάντροπους, θα παρουσιάσει μερικούς ότι [[είναι]] —[[δήθεν]]— μεθύστακες και αδιάντροποι, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με επιχειρήματα<br /><b>6.</b> [[προετοιμάζω]] δόλια, [[κατευθύνω]], [[καθοδηγώ]] κάποιον με δόλιο σκοπό («τὸν ἁνεψιὸν κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]], [[συναρμόζω]] τις φράσεις ώστε να εντάσσονται στο ρητορικό ύφος («κατασκευάζειν ὀνόματα», Διον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «κατασκευάζομαι ναυμαχίαν» — προετοιμάζομαι για [[ναυμαχία]], [[ετοιμάζω]] τη [[ναυμαχία]]<br />β) «κατεσκεύασαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις» — εγκαταστάθηκαν [[μέσα]] στους πύργους, (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] («πολὺς [[στόλος]] κατεσκευάζετο», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «κατασκευάζομαι τράπεζαν» — [[ιδρύω]] [[τράπεζα]], [[γίνομαι]] [[τραπεζίτης]]<br />ε) «κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν» — έχω γίνει [[μυρεψός]], [[παραγωγός]] και [[έμπορος]] μύρου <b>(Λυσ.)</b><br />στ) «πρόσοδον κατασκευάζομαι» — [[αποκτώ]] [[εισόδημα]]<br />ζ) «κατασκευάζομαι τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν» — [[επινοώ]] μαθηματική [[παράσταση]]<br />η) «κατασκευάζομαι ὡς πολεμήσων, ὡς οἰκήσων κ.λπ.» — ετοιμάζομαι να πολεμήσω, να κατοικήσω κ.λπ.<br />θ) «[[κατασκευάζω]] τῷ λόγω» — [[διατυπώνω]] μια [[πρόταση]] με σαφή συλλογισμό (ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευάζω]] «[[ετοιμάζω]], [[εφοδιάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σκευάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]]), [[πρβλ]]. [[επισκευάζω]], [[παρασκευάζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm