3,274,921
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατατυγχάνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συναντώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, [[φθάνω]] στο επιθυμητό [[τέλος]] τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[τυχερός]] («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυχαίνω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου («τοῖς | |mltxt=[[κατατυγχάνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συναντώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, [[φθάνω]] στο επιθυμητό [[τέλος]] τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[τυχερός]] («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυχαίνω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου («τοῖς βασιλικοῖς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατατυγχάνων [[ἀρτυτήρ]]» — αυτός που τυχαίνει να [[είναι]] [[αξιωματούχος]], ο [[εκάστοτε]] [[αξιωματούχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |