3,277,286
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν | |mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσόν]], [[υπεροχή]] ως [[προς]] κάποιο [[σημείο]], [[έναντι]] άλλου ή άλλων (α. «έχει το [[πλεονέκτημα]] του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «απόλυτο [[πλεονέκτημα]]» η [[ικανότητα]] παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει [[αγαθό]] ή [[υπηρεσία]] σε [[κόστος]] χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή<br />β) «συγκριτικό [[πλεονέκτημα]]» — η [[ικανότητα]] προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα [[αγαθά]] ή υπηρεσίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πλεονέκτης]], να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η [[πλεονεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] με την οποία βρίσκεται [[κανείς]] σε ισχυρότερη [[θέση]] από έναν άλλον, το [[τέχνασμα]] («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακία]], [[πονηρία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |