3,277,114
edits
m (Text replacement - "\/" to "/") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[κύμανση]] της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]] («ἐν πόντου σάλῳ | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[κύμανση]] της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]] («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία, [[καθώς]] και για τους επιβάτες του) [[κλυδωνισμός]] λόγω τρικυμίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θορυβώδης]] [[ανακίνηση]], ανατάραξη (α. «σάλο προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις» β. «τὰ μὲν δὴ πόλιος θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> δυσάρεστη [[κατάσταση]], [[ανησυχία]], [[ταραχή]] («θυμὸς καὶ [[ζῆλος]] καὶ ταραχὴ καὶ [[σάλος]] καὶ [[φόβος]] θανάτου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σεισμό) [[κάθε]] [[ασταθής]] και παλμική [[κίνηση]] που επαναλαμβάνεται με [[συχνότητα]] («χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η ανοιχτή [[θάλασσα]], το [[πέλαγος]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[λιμάνι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φροντίς]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σάλον ἔχειν» — [[αισθάνομαι]] [[λύπη]] ή [[δυστυχία]]<br />β) «ἐν σάλῳ στῆναι»<br />(για [[πλοίο]]) [[κλυδωνίζομαι]] από τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ναυτικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι συνδέσεις της λ. με τους τ. [[τύλη]] / [[τύλος]] «σκληρό [[υπόστρωμα]]» ή το γερμ. <i>schwellen</i> «[[φουσκώνω]]». Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε πιθ. η Λατινική (<b>πρβλ.</b> <i>salum</i> / <i>salus</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |