Anonymous

χρονικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική [[στιγμή]]» β. «[[χρονικό]] [[διάστημα]]» γ. «χρονική [[υστέρηση]]» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλωτικός]] χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί» <br />δ) «χρονικὴν αὔξησιν», <b>Ευστ.</b><br />ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χρονικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ χρονικά</i> και <i>αἱ χρονικαί</i><br />(ενν. <i>γραφαί</i>) τα ιστορικά βιβλία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρονικώς]] / <i>χρονικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρονικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με τον χρόνο, από χρονική [[άποψη]].
|mltxt=-ή, -ό / [[χρονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική [[στιγμή]]» β. «[[χρονικό]] [[διάστημα]]» γ. «χρονική [[υστέρηση]]» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῖς τισι λεγομένοις κανόσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλωτικός]] χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί» <br />δ) «χρονικὴν αὔξησιν», <b>Ευστ.</b><br />ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χρονικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ χρονικά</i> και <i>αἱ χρονικαί</i><br />(ενν. <i>γραφαί</i>) τα ιστορικά βιβλία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρονικώς]] / <i>χρονικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρονικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με τον χρόνο, από χρονική [[άποψη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm