Anonymous

ἐνίσχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῑς», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm