Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χολάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  18 June 2022
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[χολλάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αί χολάδες</i> και <i>χολλάδες</i><br />α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα [[μέσφι]] τοῦ τυφλοῦ χολάδες [[ἐπίκλην]]», Αρετ.)<br />β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) α) η [[μεταξύ]] του στηθικού χόνδρου και τών πλευρών [[κοιλότητα]]<br />β) (στην αρχ. Αραβία) [[είδος]] σμαράγδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, ο [[οποίος]] απαντά αρχικά στον πληθ. <i>χολάδες</i> (όπως συμβαίνει και με άλλους όρους της ανατομίας, <b>πρβλ.</b> <i>χιράδες</i>, γαλλ. <i>les estomacś</i>) και [[υστερογενώς]] στον εν. [[χολάς]] και έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>-<i>ond</i>- «[[στομάχι]], έντερα» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>želud</i>-<i>ŭkŭ</i>, ρωσ. <i>želudok</i> «[[στομάχι]]») με ετεροιωμένο το [[φωνήεν]] του θ. και συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] της κατάλ. (<i>χολ</i>-<i>άδ</i>-<i>ες</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ghol</i>-<i>nd</i>-). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χολάς]] απαντά και ο αττ. τ. [[χολλάς]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸ [[στίμμι]], ὅ δηλοῑ τὸν καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῑς καὶ παρὰ τοῖς [[ἄρτι]] δὲ χολᾱν, ὅν κόχλον ἡ γυναικεία [[γλῶσσα]] φιλεῑ καλεῖν».
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[χολλάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αί χολάδες</i> και <i>χολλάδες</i><br />α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα [[μέσφι]] τοῦ τυφλοῦ χολάδες [[ἐπίκλην]]», Αρετ.)<br />β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) α) η [[μεταξύ]] του στηθικού χόνδρου και τών πλευρών [[κοιλότητα]]<br />β) (στην αρχ. Αραβία) [[είδος]] σμαράγδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, ο [[οποίος]] απαντά αρχικά στον πληθ. <i>χολάδες</i> (όπως συμβαίνει και με άλλους όρους της ανατομίας, <b>πρβλ.</b> <i>χιράδες</i>, γαλλ. <i>les estomacś</i>) και [[υστερογενώς]] στον εν. [[χολάς]] και έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>-<i>ond</i>- «[[στομάχι]], έντερα» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>želud</i>-<i>ŭkŭ</i>, ρωσ. <i>želudok</i> «[[στομάχι]]») με ετεροιωμένο το [[φωνήεν]] του θ. και συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] της κατάλ. (<i>χολ</i>-<i>άδ</i>-<i>ες</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ghol</i>-<i>nd</i>-). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χολάς]] απαντά και ο αττ. τ. [[χολλάς]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸ [[στίμμι]], ὅ δηλοῑ τὸν καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ παρὰ τοῖς [[ἄρτι]] δὲ χολᾱν, ὅν κόχλον ἡ γυναικεία [[γλῶσσα]] φιλεῑ καλεῖν».
}}
}}
{{lsm
{{lsm