Anonymous

υποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποβάλλω]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑββάλλω]] Α [[βάλλω]]<br />[[θέτω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[υποβάλλω]] θεμέλια» β. «[[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.<br />γ. «[[ὑπένερθε]] δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβάλλω]] [[υποψηφιότητα]]» β. «[[υποβάλλω]] τη [[διατριβή]] μου»)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ζητώ]] από την αρμόδια [[αρχή]] ως [[υφιστάμενος]] (α. «[[υποβάλλω]] [[αίτηση]]» β. «[[υποβάλλω]] την παραίτησή μου» γ.«[[υποβάλλω]] [[αναφορά]]»)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να υποστεί [[κάτι]] (α. «[[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]]» β. «[[υποβάλλω]] σε έξοδα»)<br /><b>4.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] του υποβολέα στο [[θέατρο]], [[υπαγορεύω]] το [[κείμενο]] στους ηθοποιούς από το [[υποβολείο]]<br /><b>5.</b> [[υποκαθιστώ]] [[κάτι]] πλασματικό ως γνήσιο<br /><b>6.</b> [[επηρεάζω]] με τρόπο κάποιον, του [[υπαγορεύω]] τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την [[ιδέα]] να παραιτηθεί»)<br /><b>7.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υποβάλλομαι</i><br />α) [[παθαίνω]] [[υποβολή]], [[αυθυποβάλλομαι]]<br />β) [[είμαι]] [[δεκτικός]] υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[υποβάλλω]] τα σέβη μου» — τυπική [[μορφή]] χαιρετισμού σε σεβαστό [[πρόσωπο]] ή σε αξιωματούχο<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[δεσμεύω]] κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. <b>Ομ.</b>)·|| (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] ή παρεμβάλλομαι στην [[συζήτηση]], [[διακόπτω]] (α. «ὑποβαλὼν ἑαυτόν, φησί», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἑσταοτὸς μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπενθυμίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] ως [[βάση]] ή ως [[θεμέλιο]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] από [[κάτω]] για [[ζευγάρωμα]] («ὑποβάλλειν αἶγας τοῖς τράγοις», Λόγγ.)<br /><b>3.</b> [[υποτάσσω]] («ἑμαυτὸν ἐχθροῑς ὑποβαλών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπενθυμίζω]] («ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤ τι ἐπιλανθάνωνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπαγορεύω]], [[υποδεικνύω]] («[[Ἀπόλλων]] ὑποβάλλει τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποβάλλομαι</i><br />α) [[οικειοποιούμαι]] το [[παιδί]] κάποιου άλλου, [[εμφανίζω]] [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό μου («φάμενοι αὐτὴν κομπέειν [[ἄλλως]] βουλομένην ὑποβαλέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σχετικά με λογοτεχνικό [[έργο]]) [[μιμούμαι]], [[λογοκλοπώ]] («[[Εὐριπίδης]] τὸ δρᾱμα δοκεῑ ὑποβαλέσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) λέω [[κάτι]] σαν να έχω υποβολέα, [[κλέβω]] τα [[λόγια]] κάποιου άλλου («εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για καταγγέλλοντα ή για μάρτυρα) υποκινούμαι («ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ τε ἱερεῑ τοῦ Διὸς Μερόλα...», <b>Αππ.</b>)<br />ε) [[επιχειρώ]] ένα [[έργο]] («τῷ [[μέντοι]] σύνταξιν ὑποβεβλημένῳ καὶ ἱστορίαν ἐξ οὐ προχείρων...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποβάλλω]] τινά τινι» — [[ρίχνω]] κάποιον [[κάτω]] από [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «[[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι» — [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[ὑποβάλλω]] ὀνόματα» — ως [[καταδότης]] [[δίνω]] κατάλογο ονομάτων <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «ὁ [[πρῶτος]] ὑποβεβλημένος» — ο [[πρώτος]] [[ιδρυτής]] μιας πόλης (<b>Στράβ.</b>)<br />ε) «[[ὑποβάλλω]] ψήφους» — [[ρίχνω]] [[λαθραία]], αντικανονικά ψήφους [[κατά]] την [[ψηφοφορία]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ὑποβάλλω]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑββάλλω]] Α [[βάλλω]]<br />[[θέτω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[υποβάλλω]] θεμέλια» β. «[[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.<br />γ. «[[ὑπένερθε]] δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβάλλω]] [[υποψηφιότητα]]» β. «[[υποβάλλω]] τη [[διατριβή]] μου»)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ζητώ]] από την αρμόδια [[αρχή]] ως [[υφιστάμενος]] (α. «[[υποβάλλω]] [[αίτηση]]» β. «[[υποβάλλω]] την παραίτησή μου» γ.«[[υποβάλλω]] [[αναφορά]]»)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να υποστεί [[κάτι]] (α. «[[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]]» β. «[[υποβάλλω]] σε έξοδα»)<br /><b>4.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] του υποβολέα στο [[θέατρο]], [[υπαγορεύω]] το [[κείμενο]] στους ηθοποιούς από το [[υποβολείο]]<br /><b>5.</b> [[υποκαθιστώ]] [[κάτι]] πλασματικό ως γνήσιο<br /><b>6.</b> [[επηρεάζω]] με τρόπο κάποιον, του [[υπαγορεύω]] τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την [[ιδέα]] να παραιτηθεί»)<br /><b>7.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υποβάλλομαι</i><br />α) [[παθαίνω]] [[υποβολή]], [[αυθυποβάλλομαι]]<br />β) [[είμαι]] [[δεκτικός]] υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[υποβάλλω]] τα σέβη μου» — τυπική [[μορφή]] χαιρετισμού σε σεβαστό [[πρόσωπο]] ή σε αξιωματούχο<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[δεσμεύω]] κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. <b>Ομ.</b>)·|| (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] ή παρεμβάλλομαι στην [[συζήτηση]], [[διακόπτω]] (α. «ὑποβαλὼν ἑαυτόν, φησί», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἑσταοτὸς μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπενθυμίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] ως [[βάση]] ή ως [[θεμέλιο]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] από [[κάτω]] για [[ζευγάρωμα]] («ὑποβάλλειν αἶγας τοῖς τράγοις», Λόγγ.)<br /><b>3.</b> [[υποτάσσω]] («ἑμαυτὸν ἐχθροῖς ὑποβαλών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπενθυμίζω]] («ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤ τι ἐπιλανθάνωνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπαγορεύω]], [[υποδεικνύω]] («[[Ἀπόλλων]] ὑποβάλλει τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποβάλλομαι</i><br />α) [[οικειοποιούμαι]] το [[παιδί]] κάποιου άλλου, [[εμφανίζω]] [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό μου («φάμενοι αὐτὴν κομπέειν [[ἄλλως]] βουλομένην ὑποβαλέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σχετικά με λογοτεχνικό [[έργο]]) [[μιμούμαι]], [[λογοκλοπώ]] («[[Εὐριπίδης]] τὸ δρᾱμα δοκεῑ ὑποβαλέσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) λέω [[κάτι]] σαν να έχω υποβολέα, [[κλέβω]] τα [[λόγια]] κάποιου άλλου («εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για καταγγέλλοντα ή για μάρτυρα) υποκινούμαι («ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ τε ἱερεῑ τοῦ Διὸς Μερόλα...», <b>Αππ.</b>)<br />ε) [[επιχειρώ]] ένα [[έργο]] («τῷ [[μέντοι]] σύνταξιν ὑποβεβλημένῳ καὶ ἱστορίαν ἐξ οὐ προχείρων...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποβάλλω]] τινά τινι» — [[ρίχνω]] κάποιον [[κάτω]] από [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «[[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι» — [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[ὑποβάλλω]] ὀνόματα» — ως [[καταδότης]] [[δίνω]] κατάλογο ονομάτων <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «ὁ [[πρῶτος]] ὑποβεβλημένος» — ο [[πρώτος]] [[ιδρυτής]] μιας πόλης (<b>Στράβ.</b>)<br />ε) «[[ὑποβάλλω]] ψήφους» — [[ρίχνω]] [[λαθραία]], αντικανονικά ψήφους [[κατά]] την [[ψηφοφορία]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}