3,273,019
edits
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῖς | |mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῖς σειληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές <i>σάτυρος</i>. Κατά μια [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. [[ζίλαι]], <i>ζειλα</i>, [[ζελάς]], <i>ζήλας</i> «[[κρασί]]». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. <i>ΣιλFᾶνος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Silv</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>silva</i> «[[δάσος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ., με σημ. «[[τριχωτός]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]], <b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]», [[ἀνάσιλλος]] «[[κόμμωση]] Σατύρων»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |