Anonymous

γενικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " LXX " to " LXX "
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> ref. al origen<br /><b class="num">1</b> ref. a realidades básicas de las que derivan otras secundarias [[originario]], [[primero]], [[principal]] frec. en sup. τὰ γενικώτατα τῆς ψυχῆς πάθη Anon.Lond.2.40, cf. Gal.1.98, τριῶν ... τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων Luc.<i>Salt</i>.22, cf. 34, δοκοῦσι γενικώταται (πολιτεῖαι) εἶναι Plu.2.826e, διαφοραὶ τρεῖς εἰσιν αἱ γενικώταται Str.2.3.1, τρία σχήματα γενικώτατα ἀποτελεῖν τὴν σελήνην Corn.<i>ND</i> 34, δυνάμεις τρεῖς αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) εἶναί φασι τὰς γενικωτάτας Gal.<i>In Pl.Tim</i>.11.32, αἱ γενικαὶ διάλεκτοι las lenguas originarias o primitivas</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.1.142.2, ἐν τοῖς πρώτοις καὶ γενικωτάτοις κεφαλαίοις Gal.6.310, ret. οἱ γενικώτατοι τόποι Corn.<i>Rh</i>.171, διελόμενος μὲν τὴν λέξιν εἰς τρεῖς χαρακτῆρας τοὺς γενικωτάτους D.H.<i>Dem</i>.33.3, mús. μικτὸν (μέλος) ἐν ᾧ δύο ἢ τρεῖς χαρακτῆρες γενικοὶ ἐμφαίνονται una melodía mixta (será) aquella en la que se presentan las notas características de dos o tres géneros</i> Cleonid.<i>Harm</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[relativo al linaje o la familia]], [[familiar]] δεδοικυῖα μὴ [[ἄρα]] ἡλικία ἀκμάζουσα ... ἐς τι τῶν γενικῶν ἁμαρτημάτων ἐξοκείλῃ Hdn.6.1.5, φυλαὶ γενικαί tribus gentilicias</i> D.H.4.14.2, γ. [[γραφή]] línea genealógica</i>, genealogía</i> LXX 1<i>Es</i>.5.39<br /><b class="num">•</b>epít. de Apolo en Tracia [[ancestral]], [[patrón del linaje]], <i>IGBulg</i>.3.1845, cf. 1767 (imper.), cf. [[γενιακός]].<br /><b class="num">3</b> ref. productos o materias primas [[en especie]] frec. op. [[ἀργυρικός]] ‘en metálico’ λόγος ἀργυρικὸς καὶ γ. λημμάτων τε καὶ ἀναλωμάτων balance en metálico y en especie de ingresos y gastos</i>, <i>PFlor</i>.77.7 (III d.C.), cf. <i>BGU</i> 14.2.3 (III d.C.), <i>PMich</i>.620.211, 265 (III d.C.), διὰ γενικοῦ λόγου <i>PMerton</i> 74.9 (III d.C., cf. <i>BL</i> 5.66), λόγος ἀργυρικ(ὸς) καὶ γ. πατριμωναλίων <i>PAnt</i>.32.3 (IV d.C.), γενικὰ εἴδη <i>PAnt</i>.32.10 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> lóg.<br /><b class="num">1</b> [[genérico]], [[de naturaleza genérica]], [[perteneciente al género]] frec. op. [[εἰδικός]] ‘específico’ γ. δὲ καὶ πότερον ἐν τῷ αὐτῷ γένει ἄλλο ἄλλῳ ἢ ἐν ἑτέρῳ es también un problema relativo al género el de si dos cosas pertenecen al mismo género o a dos distintos</i> Arist.<i>Top</i>.102<sup>a</sup>36, κατηγορία γ. Plot.6.1.23, εἴδη γενικά formas genéricas</i> Dam.<i>Pr</i>.122, γενικοὶ σχεδὸν πάντων ἁμαρτημάτων ... κανόνες Ph.1.297, τὰ περὶ γεωργικῆς τέχνης γενικῆς op. ἡ κατ' [[εἶδος]] ἀμπελουργική Ph.1.329, como término clasificatorio en diversas disciplinas, en bot. γ. χωρισμός diferenciación genérica o por categorías</i> Thphr.<i>HP</i> 1.4.2, en mús. ἡ γ. προσηγορία la apelación genérica</i> op. εἰδική Aristid.Quint.9.10, (μεταβολαί) Anon.Bellerm.65, en teoría literaria [[ἆρα]] γὰρ οὐδ' ὁ λόγος ἐστὶ γ., οὗ εἴδη ὁ [[ἔμμετρος]] καὶ ὁ πεζός; ¿acaso no es el lenguaje un principio genérico, del cual son especies el verso sometido a metro y la prosa?</i> Str.1.2.6, en onirocrítica δύο δὲ τρόπους καθολικοὺς ἀναδέξασθαι χρή, τὸν μὲν γενικὸν πρῶτον, τὸν δ' εἰδικὸν δεύτερον Artem.1.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[lo genérico]], [[aquello que pertenece a un género]] Phld.<i>Sign</i>.18.36, op. τὸ εἰδικόν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.28, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.2.2.<br /><b class="num">2</b> [[general]], [[de o en conjunto]] frec. op. ‘particular’ o ‘individual’ ἡ γ. [[ἀπόδειξις]] la demostración general</i> op. αἱ κατὰ μέρος ἀποδείξεις D.L.9.91, γενικώτεραι (ἐνέργειαι) Gal.5.855, τὸν κοινὸν καὶ γενικὸν ἄνθρωπον θεραπεύοντες, οὐ τοὺς κατὰ μέρος Gal.10.206, γενικὸς [[διαλογισμός]] balance general o global</i>, <i>PRev.Laws</i> 18.13 (III a.C.) (dud.), ἐνεχύρου λόγῳ τῷ γενικῷ καὶ ἰδικῷ mediante un procedimiento de embargo general e individual</i>, <i>Sardis</i> 18.54 (V d.C.)<br /><b class="num">•</b>como trad. de lat. <i>generalis</i> en usos técnicos γ. τύπος trad. de lat. <i>forma generalis</i>, normativa general</i>, <i>IMylasa</i> 613.8 (V d.C.), γ. κουράτωρ trad. de lat. <i>curator generalis</i>, tutor general</i> de menores huérfanos <i>PMasp</i>.151.234 (VI d.C.), ἡ γ. τραπέζη Lyd.<i>Mag</i>.3.36.<br /><b class="num">III</b> gram.<br /><b class="num">1</b> ἡ γ. (<i>sc</i>. πτῶσις) [[el genitivo]] πλάγιαι δὲ πτώσεις εἰσι γ. καὶ δοτικὴ καὶ αἰτιατική Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.59, λέγεται ... ἡ δὲ γ. κτητικὴ καὶ πατρική D.T.636.6, cf. Plu.2.1006d, Hermog.<i>Inu</i>.4.3, γενικῇ en genitivo</i> Tz.<i>Ex</i>.19.17L., διὰ τοῦ κ̅ ἐπὶ γενικῆς κλίνεται Ath.392b, ἡ ἑνικὴ γ. el genitivo singular</i> Ath.392b<br /><b class="num">•</b>tb. como adj. κατὰ τὴν γενικὴν ... πτῶσιν en caso genitivo</i> D.H.<i>Th</i>.37.4, κατὰ γενικὴν κλίσιν Ath.394a, γ. σύνταξις construcción con genitivo</i> A.D.<i>Synt</i>.410.7.<br /><b class="num">2</b> [[genérico]], [[que indica el género]] op. ἰδικός: γενικὸν (ὄνομα) δέ ἐστι τὸ δυνάμενον εἰς πολλὰ εἴδη διαιρεθῆναι οἷον ζῶον φυτόν D.T.637.21, cf. Hermog.<i>Stat</i>.38, 39<br /><b class="num">•</b>del infinitivo ἐπὶ γενικὸν ὄνομα τὸ ἀπαρέμφατον πᾶσα [[ἔγκλισις]] ὑποστρέφει A.D.<i>Synt</i>.44.1, ἐστιν γενικωτάτη ἡ τῶν ἀπαρεμφάτων [[ἔγκλισις]] A.D.<i>Synt</i>.324.10.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[en especie]] καὶ ἕξεις τὸ ἥμισυ (τοῦ ἀριθμητικοῦ) ἢ γ. ἢ ἀργυρικῶς recibirás la mitad (de la contribución) en especie o en metálico</i>, <i>PBon</i>.43.9 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[genéricamente]] αὗται γ. ὑπερύπαται καλοῦνται Aristid.Quint.1.6, γ. τιθέναι Plot.6.1.9<br /><b class="num">•</b>[[por géneros]] op. εἰδικῶς ‘por especies’, D.L.7.132.<br /><b class="num">3</b> [[en general]], [[en conjunto]] frec. op. ‘en particular’ o ‘en detalle’ γ. μὲν ἡ κακία οὐδὲν βλάπτει τὸν κόσμον M.Ant.8.55, γεγράφθαι γ. Gal.11.381, ἐν τῷ καθόλου καὶ γ. universal y generalmente</i> op. κατ' [[εἶδος]] Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p. 245), frec. en cláusulas de hipotecas ὑπέθετο ... ἅπαντα ... ἰδικῶς καὶ γ. ἐνεχύρου λόγῳ <i>PCol</i>.244.6, cf. <i>POxy</i>.1895.15, <i>PRoss.Georg</i>.3.32.13, <i>POxy</i>.136.40 (todos VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[en términos generales]] γ. <i>laudare</i> Cic.<i>Att</i>.14.2<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. γενικώτερον [[en términos más bien generales]], <i>scribere</i> Cic.<i>Att</i>.177.6.<br /><b class="num">4</b> gram. [[mediante el genitivo]] ποτὲ μὲν ὀνομαστικῶς, ποτὲ δὲ γ., ποτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικήν Hermog.<i>Inu</i>.4.4 (p.188).
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> ref. al origen<br /><b class="num">1</b> ref. a realidades básicas de las que derivan otras secundarias [[originario]], [[primero]], [[principal]] frec. en sup. τὰ γενικώτατα τῆς ψυχῆς πάθη Anon.Lond.2.40, cf. Gal.1.98, τριῶν ... τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων Luc.<i>Salt</i>.22, cf. 34, δοκοῦσι γενικώταται (πολιτεῖαι) εἶναι Plu.2.826e, διαφοραὶ τρεῖς εἰσιν αἱ γενικώταται Str.2.3.1, τρία σχήματα γενικώτατα ἀποτελεῖν τὴν σελήνην Corn.<i>ND</i> 34, δυνάμεις τρεῖς αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) εἶναί φασι τὰς γενικωτάτας Gal.<i>In Pl.Tim</i>.11.32, αἱ γενικαὶ διάλεκτοι las lenguas originarias o primitivas</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.1.142.2, ἐν τοῖς πρώτοις καὶ γενικωτάτοις κεφαλαίοις Gal.6.310, ret. οἱ γενικώτατοι τόποι Corn.<i>Rh</i>.171, διελόμενος μὲν τὴν λέξιν εἰς τρεῖς χαρακτῆρας τοὺς γενικωτάτους D.H.<i>Dem</i>.33.3, mús. μικτὸν (μέλος) ἐν ᾧ δύο ἢ τρεῖς χαρακτῆρες γενικοὶ ἐμφαίνονται una melodía mixta (será) aquella en la que se presentan las notas características de dos o tres géneros</i> Cleonid.<i>Harm</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[relativo al linaje o la familia]], [[familiar]] δεδοικυῖα μὴ [[ἄρα]] ἡλικία ἀκμάζουσα ... ἐς τι τῶν γενικῶν ἁμαρτημάτων ἐξοκείλῃ Hdn.6.1.5, φυλαὶ γενικαί tribus gentilicias</i> D.H.4.14.2, γ. [[γραφή]] línea genealógica</i>, genealogía</i> [[LXX]] 1<i>Es</i>.5.39<br /><b class="num">•</b>epít. de Apolo en Tracia [[ancestral]], [[patrón del linaje]], <i>IGBulg</i>.3.1845, cf. 1767 (imper.), cf. [[γενιακός]].<br /><b class="num">3</b> ref. productos o materias primas [[en especie]] frec. op. [[ἀργυρικός]] ‘en metálico’ λόγος ἀργυρικὸς καὶ γ. λημμάτων τε καὶ ἀναλωμάτων balance en metálico y en especie de ingresos y gastos</i>, <i>PFlor</i>.77.7 (III d.C.), cf. <i>BGU</i> 14.2.3 (III d.C.), <i>PMich</i>.620.211, 265 (III d.C.), διὰ γενικοῦ λόγου <i>PMerton</i> 74.9 (III d.C., cf. <i>BL</i> 5.66), λόγος ἀργυρικ(ὸς) καὶ γ. πατριμωναλίων <i>PAnt</i>.32.3 (IV d.C.), γενικὰ εἴδη <i>PAnt</i>.32.10 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> lóg.<br /><b class="num">1</b> [[genérico]], [[de naturaleza genérica]], [[perteneciente al género]] frec. op. [[εἰδικός]] ‘específico’ γ. δὲ καὶ πότερον ἐν τῷ αὐτῷ γένει ἄλλο ἄλλῳ ἢ ἐν ἑτέρῳ es también un problema relativo al género el de si dos cosas pertenecen al mismo género o a dos distintos</i> Arist.<i>Top</i>.102<sup>a</sup>36, κατηγορία γ. Plot.6.1.23, εἴδη γενικά formas genéricas</i> Dam.<i>Pr</i>.122, γενικοὶ σχεδὸν πάντων ἁμαρτημάτων ... κανόνες Ph.1.297, τὰ περὶ γεωργικῆς τέχνης γενικῆς op. ἡ κατ' [[εἶδος]] ἀμπελουργική Ph.1.329, como término clasificatorio en diversas disciplinas, en bot. γ. χωρισμός diferenciación genérica o por categorías</i> Thphr.<i>HP</i> 1.4.2, en mús. ἡ γ. προσηγορία la apelación genérica</i> op. εἰδική Aristid.Quint.9.10, (μεταβολαί) Anon.Bellerm.65, en teoría literaria [[ἆρα]] γὰρ οὐδ' ὁ λόγος ἐστὶ γ., οὗ εἴδη ὁ [[ἔμμετρος]] καὶ ὁ πεζός; ¿acaso no es el lenguaje un principio genérico, del cual son especies el verso sometido a metro y la prosa?</i> Str.1.2.6, en onirocrítica δύο δὲ τρόπους καθολικοὺς ἀναδέξασθαι χρή, τὸν μὲν γενικὸν πρῶτον, τὸν δ' εἰδικὸν δεύτερον Artem.1.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[lo genérico]], [[aquello que pertenece a un género]] Phld.<i>Sign</i>.18.36, op. τὸ εἰδικόν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.28, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.2.2.<br /><b class="num">2</b> [[general]], [[de o en conjunto]] frec. op. ‘particular’ o ‘individual’ ἡ γ. [[ἀπόδειξις]] la demostración general</i> op. αἱ κατὰ μέρος ἀποδείξεις D.L.9.91, γενικώτεραι (ἐνέργειαι) Gal.5.855, τὸν κοινὸν καὶ γενικὸν ἄνθρωπον θεραπεύοντες, οὐ τοὺς κατὰ μέρος Gal.10.206, γενικὸς [[διαλογισμός]] balance general o global</i>, <i>PRev.Laws</i> 18.13 (III a.C.) (dud.), ἐνεχύρου λόγῳ τῷ γενικῷ καὶ ἰδικῷ mediante un procedimiento de embargo general e individual</i>, <i>Sardis</i> 18.54 (V d.C.)<br /><b class="num">•</b>como trad. de lat. <i>generalis</i> en usos técnicos γ. τύπος trad. de lat. <i>forma generalis</i>, normativa general</i>, <i>IMylasa</i> 613.8 (V d.C.), γ. κουράτωρ trad. de lat. <i>curator generalis</i>, tutor general</i> de menores huérfanos <i>PMasp</i>.151.234 (VI d.C.), ἡ γ. τραπέζη Lyd.<i>Mag</i>.3.36.<br /><b class="num">III</b> gram.<br /><b class="num">1</b> ἡ γ. (<i>sc</i>. πτῶσις) [[el genitivo]] πλάγιαι δὲ πτώσεις εἰσι γ. καὶ δοτικὴ καὶ αἰτιατική Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.59, λέγεται ... ἡ δὲ γ. κτητικὴ καὶ πατρική D.T.636.6, cf. Plu.2.1006d, Hermog.<i>Inu</i>.4.3, γενικῇ en genitivo</i> Tz.<i>Ex</i>.19.17L., διὰ τοῦ κ̅ ἐπὶ γενικῆς κλίνεται Ath.392b, ἡ ἑνικὴ γ. el genitivo singular</i> Ath.392b<br /><b class="num">•</b>tb. como adj. κατὰ τὴν γενικὴν ... πτῶσιν en caso genitivo</i> D.H.<i>Th</i>.37.4, κατὰ γενικὴν κλίσιν Ath.394a, γ. σύνταξις construcción con genitivo</i> A.D.<i>Synt</i>.410.7.<br /><b class="num">2</b> [[genérico]], [[que indica el género]] op. ἰδικός: γενικὸν (ὄνομα) δέ ἐστι τὸ δυνάμενον εἰς πολλὰ εἴδη διαιρεθῆναι οἷον ζῶον φυτόν D.T.637.21, cf. Hermog.<i>Stat</i>.38, 39<br /><b class="num">•</b>del infinitivo ἐπὶ γενικὸν ὄνομα τὸ ἀπαρέμφατον πᾶσα [[ἔγκλισις]] ὑποστρέφει A.D.<i>Synt</i>.44.1, ἐστιν γενικωτάτη ἡ τῶν ἀπαρεμφάτων [[ἔγκλισις]] A.D.<i>Synt</i>.324.10.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[en especie]] καὶ ἕξεις τὸ ἥμισυ (τοῦ ἀριθμητικοῦ) ἢ γ. ἢ ἀργυρικῶς recibirás la mitad (de la contribución) en especie o en metálico</i>, <i>PBon</i>.43.9 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[genéricamente]] αὗται γ. ὑπερύπαται καλοῦνται Aristid.Quint.1.6, γ. τιθέναι Plot.6.1.9<br /><b class="num">•</b>[[por géneros]] op. εἰδικῶς ‘por especies’, D.L.7.132.<br /><b class="num">3</b> [[en general]], [[en conjunto]] frec. op. ‘en particular’ o ‘en detalle’ γ. μὲν ἡ κακία οὐδὲν βλάπτει τὸν κόσμον M.Ant.8.55, γεγράφθαι γ. Gal.11.381, ἐν τῷ καθόλου καὶ γ. universal y generalmente</i> op. κατ' [[εἶδος]] Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p. 245), frec. en cláusulas de hipotecas ὑπέθετο ... ἅπαντα ... ἰδικῶς καὶ γ. ἐνεχύρου λόγῳ <i>PCol</i>.244.6, cf. <i>POxy</i>.1895.15, <i>PRoss.Georg</i>.3.32.13, <i>POxy</i>.136.40 (todos VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[en términos generales]] γ. <i>laudare</i> Cic.<i>Att</i>.14.2<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. γενικώτερον [[en términos más bien generales]], <i>scribere</i> Cic.<i>Att</i>.177.6.<br /><b class="num">4</b> gram. [[mediante el genitivo]] ποτὲ μὲν ὀνομαστικῶς, ποτὲ δὲ γ., ποτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικήν Hermog.<i>Inu</i>.4.4 (p.188).
}}
}}
{{grml
{{grml