Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψευδής: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδής''': ψευδές, γεν. ψευδέος, ([[ψεύδομαι]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἀληθὴς, ἐπὶ πραγμάτων, Λατ. mendax, falsus, ἀντίθετον τῷ ἀληθὴς, ψ. λόγοι, μῦθοι Ἡσ. Θεογ. 229, Αἰσχύλ. Πρ. 685, Εὐρ. Ἱππόλ. 1288 (πρβλ. Μήδ. 354)· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφεύγειν εἰς τὸ [[ψεῦδος]], Ἡρόδ. 1. 117· ψ. κατηγορίαι, αἰτίαι Αἰσχίν. 53. 36, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 146, Πολύβ. 5. 41, 3. λόγοι Σοφ. Ο. Τ. 526, καὶ συχν. παρὰ Πλάτωνι, κλπ.· - ψευδολόγοι, λέγονται καὶ τὰ σοφίσματα ἐν τῇ λογικῇ, ἴδε Ἀριστ. Τοπικ. 8. 12, Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ψευδόμενος]], [[ψευδολόγος]], καὶ ὡς οὐστιαστ., [[ψεύστης]], οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεὺς]] ἔσσετ’ ἀρωγὸς Ἰλ. Δ. 235 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρῳ· [[ἴσως]] [[μάλιστα]] ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] ψεύδεσσι ἐκ τοῦ [[ψεῦδος]])· τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης Σοφ. Φιλ. 992, πρβλ. Ἀντιγ. 657· ψ. ἔφυς Εὐρ. Ὀρ. 1607, πρβλ. Ι. Α. 852· ψ. φαίνομαι, ἀποκαλύπτομαι [[ψευδόμενος]], Θουκ. 4. 27, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Β, ψ. ἐπιδεικνύναι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ὑπερθ. ψευδέστατος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 37, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 110. 29. 3) τὰ ψευδῆ, ψεύδη, ψεύματα, ψευδῆ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 625, Ἀντιφῶν 112. 34, κλπ.· οὐκ ἔσθ’ [[ὅπως]] λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 620· ψ. διαβάλλειν τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 64· ψευδῶν συγκολλητὴς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 446. 4) ψευδέων [[ἀγορά]], παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1077, 1079, λέγεται ὅτι ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ἐν Ἀθήναις ἀγορᾶς [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο πίθηκοι [[ἴσως]] ὡς κίβδηλα ἀπομιμήματα τοῦ ἀνθρώπου. ΙΙ. Παθ., ἐψευσμένος, ἠπατημένος, [[ψευδὴς]] γενομένη Εὐρ. Ι. Α. 852. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ψευδῶς λέγειν Εὐρ. Ι. Τ. 1309· προσποιεῖσθαι Θουκ. 1. 137· ψ. δοξάζειν Πλάτ. Φίληβ. 40D· ψ. γενέσθαι φόβον Πολύβ. 5. 110, 7.
|lstext='''ψευδής''': ψευδές, γεν. ψευδέος, ([[ψεύδομαι]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἀληθὴς, ἐπὶ πραγμάτων, Λατ. [[mendax]], [[falsus]], ἀντίθετον τῷ ἀληθὴς, ψ. λόγοι, μῦθοι Ἡσ. Θεογ. 229, Αἰσχύλ. Πρ. 685, Εὐρ. Ἱππόλ. 1288 (πρβλ. Μήδ. 354)· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφεύγειν εἰς τὸ [[ψεῦδος]], Ἡρόδ. 1. 117· ψ. κατηγορίαι, αἰτίαι Αἰσχίν. 53. 36, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 146, Πολύβ. 5. 41, 3. λόγοι Σοφ. Ο. Τ. 526, καὶ συχν. παρὰ Πλάτωνι, κλπ.· - ψευδολόγοι, λέγονται καὶ τὰ σοφίσματα ἐν τῇ λογικῇ, ἴδε Ἀριστ. Τοπικ. 8. 12, Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ψευδόμενος]], [[ψευδολόγος]], καὶ ὡς οὐστιαστ., [[ψεύστης]], οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ [[Ζεὺς]] ἔσσετ’ ἀρωγὸς Ἰλ. Δ. 235 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρῳ· [[ἴσως]] [[μάλιστα]] ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] ψεύδεσσι ἐκ τοῦ [[ψεῦδος]])· τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης Σοφ. Φιλ. 992, πρβλ. Ἀντιγ. 657· ψ. ἔφυς Εὐρ. Ὀρ. 1607, πρβλ. Ι. Α. 852· ψ. φαίνομαι, ἀποκαλύπτομαι [[ψευδόμενος]], Θουκ. 4. 27, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Β, ψ. ἐπιδεικνύναι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ὑπερθ. ψευδέστατος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 37, πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 110. 29. 3) τὰ ψευδῆ, ψεύδη, ψεύματα, ψευδῆ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 625, Ἀντιφῶν 112. 34, κλπ.· οὐκ ἔσθ’ [[ὅπως]] λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 620· ψ. διαβάλλειν τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 64· ψευδῶν συγκολλητὴς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 446. 4) ψευδέων [[ἀγορά]], παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1077, 1079, λέγεται ὅτι ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ἐν Ἀθήναις ἀγορᾶς [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο πίθηκοι [[ἴσως]] ὡς κίβδηλα ἀπομιμήματα τοῦ ἀνθρώπου. ΙΙ. Παθ., ἐψευσμένος, ἠπατημένος, [[ψευδὴς]] γενομένη Εὐρ. Ι. Α. 852. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ψευδῶς λέγειν Εὐρ. Ι. Τ. 1309· προσποιεῖσθαι Θουκ. 1. 137· ψ. δοξάζειν Πλάτ. Φίληβ. 40D· ψ. γενέσθαι φόβον Πολύβ. 5. 110, 7.
}}
}}
{{lsm
{{lsm