Anonymous

πολίτευμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοιαῡτ" to "τοιαῦτ"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "τοιαῡτ" to "τοιαῦτ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πολιτεύομαι]]<br />το πολιτειακό [[καθεστώς]] μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό [[πολίτευμα]]» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]], η [[μορφή]] οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας σε μια [[πολιτεία]], σε ένα [[κράτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εκκλησιαστικό [[πολίτευμα]]» — όρος που χρησιμοποιείται για [[δήλωση]] της διοικητικής εξουσίας της Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπείται από τους [[τρεις]] βαθμούς της ιεροσύνης, δηλ. του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] της διοίκησης, κυβερνητική [[πράξη]] («[[πάντα]] τὰ τοιαῡτα προηρούμην πολιτεύματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πολιτική]] [[τέχνη]] («ὁ γὰρ αὐτὸς [[οὗτος]] ἀνὴρ καὶ πρότερόν τι τοιοῦτον [[πολίτευμα]] ἐπολιτεύσατο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> η [[κυβέρνηση]] («πρὸς τοὺς κατ' ἀρετὴν ἀξιοῦντας κυρίους [[εἶναι]] τοῦ πολιτεύματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> τα δικαιώματα του πολίτη<br /><b>5.</b> [[σωματείο]]<br /><b>6.</b> κυρίαρχο πολιτικό [[σώμα]] («τοσούτους τε [[εἶναι]] τοὺς ἐν τῷ πολιτεύματι τὸ [[πλῆθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> πολιτικό [[σωματείο]] που εδρεύει σε [[ξένη]] [[χώρα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν ἐν Βερενίκῃ Ιουδαίων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> αυτόνομο [[σώμα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν γυναικῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>9.</b> η ζωή ενός ατόμου ως πολίτη στην [[πολιτεία]] («τιμᾶν ἐπὶ τῷ πολιτεύματι τούτῳ [[δέον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πολιτεύματα</i><br />α) τα [[μέτρα]] που λαμβάνονται από την [[πολιτεία]], δηλ. από την [[κυβέρνηση]] («τῶν τοιούτων πολιτευμάτων οὐδὲν [[πολιτεύομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) οι δημοκρατίες.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πολιτεύομαι]]<br />το πολιτειακό [[καθεστώς]] μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό [[πολίτευμα]]» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]], η [[μορφή]] οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας σε μια [[πολιτεία]], σε ένα [[κράτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εκκλησιαστικό [[πολίτευμα]]» — όρος που χρησιμοποιείται για [[δήλωση]] της διοικητικής εξουσίας της Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπείται από τους [[τρεις]] βαθμούς της ιεροσύνης, δηλ. του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] της διοίκησης, κυβερνητική [[πράξη]] («[[πάντα]] τὰ τοιαῦτα προηρούμην πολιτεύματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πολιτική]] [[τέχνη]] («ὁ γὰρ αὐτὸς [[οὗτος]] ἀνὴρ καὶ πρότερόν τι τοιοῦτον [[πολίτευμα]] ἐπολιτεύσατο», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> η [[κυβέρνηση]] («πρὸς τοὺς κατ' ἀρετὴν ἀξιοῦντας κυρίους [[εἶναι]] τοῦ πολιτεύματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> τα δικαιώματα του πολίτη<br /><b>5.</b> [[σωματείο]]<br /><b>6.</b> κυρίαρχο πολιτικό [[σώμα]] («τοσούτους τε [[εἶναι]] τοὺς ἐν τῷ πολιτεύματι τὸ [[πλῆθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> πολιτικό [[σωματείο]] που εδρεύει σε [[ξένη]] [[χώρα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν ἐν Βερενίκῃ Ιουδαίων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> αυτόνομο [[σώμα]] («τὸ [[πολίτευμα]] τῶν γυναικῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>9.</b> η ζωή ενός ατόμου ως πολίτη στην [[πολιτεία]] («τιμᾶν ἐπὶ τῷ πολιτεύματι τούτῳ [[δέον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πολιτεύματα</i><br />α) τα [[μέτρα]] που λαμβάνονται από την [[πολιτεία]], δηλ. από την [[κυβέρνηση]] («τῶν τοιούτων πολιτευμάτων οὐδὲν [[πολιτεύομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) οι δημοκρατίες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm