Anonymous

τεύχω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 July 2022
m
Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] με [[τεχνική]] [[εργασία]], [[ιδίως]] σχετικά με υλικά πράγματα («[[ἔστη]] [[σκῆπτρον]] ἔχων- τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («βωμὸς δ' [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τεύξεσθαι μέγαν [[δόρπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («θεὸς ὁ [[πάντα]] τεύχων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) [[επιφέρω]], [[προξενώ]] («τί σοι πέπρακται πρᾱγμα πλὴν τεύχειν [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καθιστώ]], [[κάνω]] («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' [[ἀτίταν]] εὐδαίμονα τεύχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τεύχομαι</i><br />[[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]] («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στον παθ. παρακμ. [[τέτυγμαι]] [[αντί]] του [[γέγονα]] ή <i>γεγένημαι</i>) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνος θ' [[ἱκέτης]] τε τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τεύχω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheugh</i>- «[[αγγίζω]], [[πιέζω]], [[πετυχαίνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τυγχάνω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] με [[τεχνική]] [[εργασία]], [[ιδίως]] σχετικά με υλικά πράγματα («[[ἔστη]] [[σκῆπτρον]] ἔχων- τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («βωμὸς δ' [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τεύξεσθαι μέγαν [[δόρπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («θεὸς ὁ [[πάντα]] τεύχων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) [[επιφέρω]], [[προξενώ]] («τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καθιστώ]], [[κάνω]] («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' [[ἀτίταν]] εὐδαίμονα τεύχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τεύχομαι</i><br />[[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]] («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στον παθ. παρακμ. [[τέτυγμαι]] [[αντί]] του [[γέγονα]] ή <i>γεγένημαι</i>) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνος θ' [[ἱκέτης]] τε τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τεύχω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheugh</i>- «[[αγγίζω]], [[πιέζω]], [[πετυχαίνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τυγχάνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm