Anonymous

φιλόδωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[κάτι]] με [[αφθονία]] («[[φιλόδωρος]] εύμενείας, [[άδωρος]] δυσμενείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει να παίρνει δώρα<br /><b>4.</b> (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[γενναιοδωρία]] («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾱγμα... φιλόδωρον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδωρον</i><br />η [[φιλοδωρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδώρως]] Α<br />με φιλόδωρο τρόπο, με [[γενναιοδωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μισθό]]-<i>δωρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[κάτι]] με [[αφθονία]] («[[φιλόδωρος]] εύμενείας, [[άδωρος]] δυσμενείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει να παίρνει δώρα<br /><b>4.</b> (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από [[γενναιοδωρία]] («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾶγμα... φιλόδωρον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδωρον</i><br />η [[φιλοδωρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδώρως]] Α<br />με φιλόδωρο τρόπο, με [[γενναιοδωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μισθό]]-<i>δωρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm