Anonymous

καινοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[καινοτόμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο [[ανανεωτής]], ο [[νεωτεριστής]] («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί νέα [[κατάσταση]], ανατρέποντας την παλαιά, αυτός που μεταβάλλει μια [[κατάσταση]] («καινοτόμον πρᾱγμα ὁ [[πόλεμος]]», Ερμογ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Υποχωρητικό παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>καινοτομῶ</i>].
|mltxt=-ο (Α [[καινοτόμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο [[ανανεωτής]], ο [[νεωτεριστής]] («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί νέα [[κατάσταση]], ανατρέποντας την παλαιά, αυτός που μεταβάλλει μια [[κατάσταση]] («καινοτόμον πρᾶγμα ὁ [[πόλεμος]]», Ερμογ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Υποχωρητικό παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>καινοτομῶ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm