Anonymous

ἐπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι"
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[διαβεβαιώνω]], [[υπόσχομαι]] («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (με έναρθρο επίθ.) [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] («ἐπιφάσκων τὸν [[πάνυ]] [[πλούσιον]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]], παράλλ. τ. του [[φημί]] «[[λέγω]]»].
|mltxt=[[ἐπιφάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[διαβεβαιώνω]], [[υπόσχομαι]] («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾶσθαι», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (με έναρθρο επίθ.) [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] («ἐπιφάσκων τὸν [[πάνυ]] [[πλούσιον]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]], παράλλ. τ. του [[φημί]] «[[λέγω]]»].
}}
}}