3,276,932
edits
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πνιγηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[αποπνικτικός]], αυτός που δυσκολεύει την [[αναπνοή]], με [[πίεση]] του λαιμού, με [[ζέστη]] ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή [[ατμόσφαιρα]]» β. «σκηνώμασι πνιγηροῖς ἠναγκασμένων | |mltxt=-ή, -ό / [[πνιγηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[αποπνικτικός]], αυτός που δυσκολεύει την [[αναπνοή]], με [[πίεση]] του λαιμού, με [[ζέστη]] ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή [[ατμόσφαιρα]]» β. «σκηνώμασι πνιγηροῖς ἠναγκασμένων διαιτᾶσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνῖγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |