Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενθώ: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πενθῶ, -έω, ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πενθοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
|mltxt=[[πενθῶ]], [[πενθέω]], ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>[[πενθοῦμαι]]</i>, [[πενθέομαι]]<br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
}}
}}