Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σηραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῡρον" to "νεῦρον"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νεῡρον" to "νεῦρον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>).
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru