Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προίκα: Difference between revisions

From LSJ
2,596 bytes added ,  8 August 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=η / [[προίξ]], -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α<br />η κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]] που δινόταν [[κατά]] τον γάμο από την [[οικογένεια]] της νύφης στον γαμπρό, [[θεσμός]] που [[σήμερα]] έχει καταργηθεί από τον νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]], [[χάρισμα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>προῑκα</i><br />α) δωρεάν, ως [[χάρισμα]] («[[ἀρετὴ]] τὸ προῑκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)<br />β) τίμια και ειλικρινά («προῑκα τὰ πράγματα [[κρίνω]] καὶ [[λογίζομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) από [[μόνος]] μου, [[χωρίς]] δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾱν τι προῑκ' ἐπίσταται», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) επί [[πλέον]], επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[προίξ]], -<i>κός</i>, σύνθ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>φυξ</i>, [[ἄντυξ]]), ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>sik</i>- της IE <i>s</i><i>ē</i><i>ik</i>- «[[φθάνω]], [[πιάνω]] με το [[χέρι]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ἵκω</i>) και συνδέεται με το λιθουαν. <i>siekiu</i>, <i>siekti</i> «[[απλώνω]] το [[χέρι]], [[περιμένω]] με ανοιχτή την [[παλάμη]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>ye</i>-/ -<i>yo</i>- το ρ. [[προΐσσομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προΐκ</i>-<i>jομαι</i>), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας [[προΐκτης]]. Ως αρχική σημ. του τ. θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[πράξη]] του απλώματος του χεριού για να δώσει και [[επίσης]] η αντίστροφη [[κίνηση]] [[αυτού]] που ζητάει, που απλώνει το [[χέρι]] για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών [[προΐσσομαι]] «[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]]» και [[προΐκτης]] «[[επέτης]], [[ζητιάνος]]» (<b>πρβλ.</b> και το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[προικός]]<br />[[πτωχός]]»)].
|mltxt=η / [[προίξ]], -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α<br />η κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]] που δινόταν [[κατά]] τον γάμο από την [[οικογένεια]] της νύφης στον γαμπρό, [[θεσμός]] που [[σήμερα]] έχει καταργηθεί από τον νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]], [[χάρισμα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>προῑκα</i><br />α) δωρεάν, ως [[χάρισμα]] («[[ἀρετὴ]] τὸ προῑκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)<br />β) τίμια και ειλικρινά («προῑκα τὰ πράγματα [[κρίνω]] καὶ [[λογίζομαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) από [[μόνος]] μου, [[χωρίς]] δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾱν τι προῑκ' ἐπίσταται», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) επί [[πλέον]], επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[προίξ]], -<i>κός</i>, σύνθ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>φυξ</i>, [[ἄντυξ]]), ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>sik</i>- της IE <i>s</i><i>ē</i><i>ik</i>- «[[φθάνω]], [[πιάνω]] με το [[χέρι]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ἵκω</i>) και συνδέεται με το λιθουαν. <i>siekiu</i>, <i>siekti</i> «[[απλώνω]] το [[χέρι]], [[περιμένω]] με ανοιχτή την [[παλάμη]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>ye</i>-/ -<i>yo</i>- το ρ. [[προΐσσομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προΐκ</i>-<i>jομαι</i>), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας [[προΐκτης]]. Ως αρχική σημ. του τ. θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[πράξη]] του απλώματος του χεριού για να δώσει και [[επίσης]] η αντίστροφη [[κίνηση]] [[αυτού]] που ζητάει, που απλώνει το [[χέρι]] για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών [[προΐσσομαι]] «[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]]» και [[προΐκτης]] «[[επέτης]], [[ζητιάνος]]» (<b>πρβλ.</b> και το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[προικός]]<br />[[πτωχός]]»)].
}}
}}
==Translations==
Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة‎, مَهْر‎; Egyptian Arabic: مهر‎; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: [[bruidsschat]]; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: [[dot]]; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: [[Aussteuer]]; [[Mitgift]], [[Brautschatz]]; Greek: [[προίκα]]; Ancient Greek: [[προίξ]], [[φερνή]]; Hebrew: נְדוּנְיָה‎; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: [[dote]]; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: [[dos]], [[maritagium]]; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه‎, جهاز‎, جهیز‎, مهر‎, کابین‎; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج‎; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: [[приданое]], [[вено]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز‎, دہیز‎, مہر‎; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן‎; Zulu: ilobolo