Anonymous

τραχηλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "δρᾱν" to "δρᾶν"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "δρᾱν" to "δρᾶν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τράχηλος]]<br />[[κάμπτω]] ή [[στρίβω]] [[προς]] τα [[πίσω]] τον λαιμό ζώου για να το σφάξω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) <i>τά τετραχηλισμένα</i><br />αυτά που έχουν φανερωθεί («[[πάντα]] δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς [[αὐτοῦ]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[παλαιστή]]) [[πιάνω]] τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τον ρίξω [[κάτω]] ή [[κάμπτω]] τον τράχηλό του [[προς]] τα [[πίσω]] και [[έτσι]] τον [[καταβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ρίχνω]] [[κάτω]] από τον τράχηλό μου τον αναβάτη<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ο [[αίτιος]] τών κακουχιών που υφίσταται ο [[αντίπαλος]] [[πολεμιστής]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τραχηλίζομαι</i><br />α) (στην [[πάλη]]) [[κάνω]] [[χρήση]] της τεχνικής του τραχηλισμού<br />β) μέ πιάνει ο [[αντίπαλος]] από τον τράχηλο, καταβάλλομαι<br />γ) (για πλοία) βυθίζομαι με την [[πλώρη]] [[προς]] τα [[κάτω]] [[μέσα]] σε [[δίνη]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[υποκύπτω]] ολοκληρωτικά σε [[κάτι]] («τραχηλιζόμενοι ταῖς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾱν τε πάσχειν», Φίλ.).
|mltxt=ΝΑ [[τράχηλος]]<br />[[κάμπτω]] ή [[στρίβω]] [[προς]] τα [[πίσω]] τον λαιμό ζώου για να το σφάξω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) <i>τά τετραχηλισμένα</i><br />αυτά που έχουν φανερωθεί («[[πάντα]] δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς [[αὐτοῦ]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[παλαιστή]]) [[πιάνω]] τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τον ρίξω [[κάτω]] ή [[κάμπτω]] τον τράχηλό του [[προς]] τα [[πίσω]] και [[έτσι]] τον [[καταβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για [[άλογο]]) [[ρίχνω]] [[κάτω]] από τον τράχηλό μου τον αναβάτη<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] ο [[αίτιος]] τών κακουχιών που υφίσταται ο [[αντίπαλος]] [[πολεμιστής]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τραχηλίζομαι</i><br />α) (στην [[πάλη]]) [[κάνω]] [[χρήση]] της τεχνικής του τραχηλισμού<br />β) μέ πιάνει ο [[αντίπαλος]] από τον τράχηλο, καταβάλλομαι<br />γ) (για πλοία) βυθίζομαι με την [[πλώρη]] [[προς]] τα [[κάτω]] [[μέσα]] σε [[δίνη]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[υποκύπτω]] ολοκληρωτικά σε [[κάτι]] («τραχηλιζόμενοι ταῖς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾶν τε πάσχειν», Φίλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm