3,273,162
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
m (Text replacement - "δρᾱν" to "δρᾶν") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μωρός]], -ά, -όν, Α αττ. τ. μῶρος, -ον, Μ και [[ἄμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ. για πρόσ.) [[ανόητος]], [[κουτός]], [[άμυαλος]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει [[μωρία]] ή προέρχεται από [[μωρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μωρό]]<br />(μτφ) (για ενήλικο) α) πνευματικά [[ανώριμος]] ή [[εύπιστος]], [[αφελής]]<br />β) [[θωπευτικός]] [[χαρακτηρισμός]] αγαπημένου προσώπου<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μωρή</i><br />χρησιμοποιείται ως επιφων. [[έκφραση]], [[συνήθως]] με επιτιμητική ή προσβλητική [[χροιά]] («τί θέλεις, μωρή Άννα;»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[βρέφος]], [[νήπιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> διανοητικά [[καθυστερημένος]]<br /><b>2.</b> (για τη [[σοφία]] του Θεού) αυτή που εμφανίζεται ανόητη ή πολύ απλοϊκή στα μάτια τών απίστων<br />(μσν. -αρχ.) <b>θρησκ.</b> αυτός που δεν έχει [[επίγνωση]] του αληθινού Θεού («λαὸς μωρὸς καὶ [[ἀκάρδιος]]», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα [[νεύρα]]) [[άτονος]], [[νωθρός]], [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[γεύση]]) [[ανούσιος]], [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ) τὸ [[μῶρον]]<br />η [[ανοησία]] (α. «μῶρα φρονεῖν», <b>Σοφ.</b><br />β. «μῶρα | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μωρός]], -ά, -όν, Α αττ. τ. μῶρος, -ον, Μ και [[ἄμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ. για πρόσ.) [[ανόητος]], [[κουτός]], [[άμυαλος]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει [[μωρία]] ή προέρχεται από [[μωρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μωρό]]<br />(μτφ) (για ενήλικο) α) πνευματικά [[ανώριμος]] ή [[εύπιστος]], [[αφελής]]<br />β) [[θωπευτικός]] [[χαρακτηρισμός]] αγαπημένου προσώπου<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μωρή</i><br />χρησιμοποιείται ως επιφων. [[έκφραση]], [[συνήθως]] με επιτιμητική ή προσβλητική [[χροιά]] («τί θέλεις, μωρή Άννα;»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[βρέφος]], [[νήπιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> διανοητικά [[καθυστερημένος]]<br /><b>2.</b> (για τη [[σοφία]] του Θεού) αυτή που εμφανίζεται ανόητη ή πολύ απλοϊκή στα μάτια τών απίστων<br />(μσν. -αρχ.) <b>θρησκ.</b> αυτός που δεν έχει [[επίγνωση]] του αληθινού Θεού («λαὸς μωρὸς καὶ [[ἀκάρδιος]]», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα [[νεύρα]]) [[άτονος]], [[νωθρός]], [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[γεύση]]) [[ανούσιος]], [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ) τὸ [[μῶρον]]<br />η [[ανοησία]] (α. «μῶρα φρονεῖν», <b>Σοφ.</b><br />β. «μῶρα δρᾶν», <b>Σοφ.</b><br />γ. «μῶρα βουλεύεσθαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μωρὰ [[ἀνάγκη]]» — αναπόδραστη [[ανάγκη]] <b>(Επίκ.)</b><br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «μωρότερος Μορύχου» — λεγόταν για πολύ ανόητο άνθρωπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μωρώς</i> και [[μωρά]] (ΑΜ μωρῶς Α αττ. τ. μώρως, Μ και [[μωρά]])<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[μωρό]], ανόητα, απερίσκεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η παλαιότερη [[άποψη]], [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>ra</i>- «[[ανόητος]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>m</i><i>ō</i>(<i>u</i>)- / <i>m</i><i>ū</i>- (για τη [[μετάπτωση]] <i>ō</i>: <i>ū</i> <b>πρβλ.</b> [[ζωμός]]: [[ζύμη]]), έχει εγκαταλειφθεί. Για τον τονισμό του αττ. τ. <i>μῶρος</i> <b>πρβλ.</b> [[μοχθηρός]] - <i>μόχθηρος</i>, [[πονηρός]] - [[πόνηρος]]. Την λ. [[μωρός]] δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>morus</i>, -<i>a</i>, -<i>um</i> και <i>morio</i>, -<i>ionis</i>. Ο τ. <i>ἄ</i>-<i>μωρος</i> με προθετικό [[φωνήεν]] <i>α</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>πάρθενος</i>, <i>ἄ</i>-<i>ρηχος</i>). Η [[μετάβαση]] της λ. [[μωρός]] από τη σημ. «[[ανόητος]]» στη σημ. «[[βρέφος]], [[νήπιο]]» για το ουδ. [[μωρό]](<i>ν</i>) ήταν εύκολη και αναμενόμενη. Ο [[χαρακτηρισμός]] του «ανόητου», [[καθώς]] και ετυμολογικά δηλώνει τον «άνουν, τον στερούμενο νου, λογικής, ορθής κρίσης», μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στα βρέφη. Έτσι, από τις φράσεις [[μωρόν]] [[βρέφος]], [[μωρόν]] νήπιον</i>, [[μωρόν]] [[παιδίον]], [[μωρόν]] [[τέκνον]], [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσιαστικού, προσέλαβε η λ. [[μωρόν]] τη σημ. «[[βρέφος]], [[νήπιο]]» (<b>πρβλ.</b> και τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του [[νήπιος]]). Για τη [[χρήση]] της κλητικής [[μωρέ]], ως [[επιφώνημα]], <b>βλ. λ.</b> <i>βρε</i>. Για τη σημ. που έλαβαν οι τ. [[μωρός]] / [[μωρόν]] ως α' συνθετικά <b>βλ. λ.</b> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μωραίνω]], [[μωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μωρεύω]], [[μωρίζω]], <i>μώρως</i>, [[μωρούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μωρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μώρα]], [[μωρότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για συνθ. με α' συνθετικό [[μωρός]] <b>βλ. λ.</b> <i>μωρ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[οξύμωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δριμύμωρος]], [[παντόμωρος]], [[παράμωρος]], [[υπόμωρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |