Anonymous

πύρεθρον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[parietaria]]
|esgtx=[[parietaria]]
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πύρεθρον]], ΝΜΑ<br />πολυετές ποώδες [[φυτό]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία [[είναι]] ιθαγενή [[κυρίως]] της Δυτικής Ασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θρον</i>). Το -<i>ε</i>- του επιθήματος [[είναι]] πιθ. αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] -<i>εθρον</i> ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> <i>φαρύγγ</i>-<i>ε</i>-<i>θρον</i>: [[φάρυγξ]]). Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>pyrethrum</i>].
}}
}}