Anonymous

κρησφύγετον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krisfygeton
|Transliteration C=krisfygeton
|Beta Code=krhsfu/geton
|Beta Code=krhsfu/geton
|Definition=[ῠ], τό, ([[φεύγω]]) [[place of refuge]], [[retreat]], Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as [[refuge]] from the [[Cretan]], i.e. Minos.)
|Definition=[ῠ], τό, ([[φεύγω]]) [[place of refuge]], [[retreat]], [[Herodotus|Hdt.]]5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as [[refuge]] from the [[Cretan]], i.e. Minos.)
}}
{{ls
|lstext='''κρησφύγετον''': ῠ, τό, ([[φεύγω]]) [[τόπος]] καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, [[καταφύγιον]], Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως, κρησ-, [[εἶναι]] ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν [[κυρίως]] καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[lieu de refuge]], [[asile]].<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[φεύγω]].
|btext=ου (τό) :<br />[[lieu de refuge]], [[asile]].<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''κρησφύγετον:''' [], τό (φῠγεῖν), [[μέρος]] διαφυγής, [[τόπος]] αναχώρησης, [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], σε Ηρόδ.· (το πρώτο [[μέρος]] της λέξης, το <i>κρησ-</i>, είναι αμφίβολης προέλευσης).
|elnltext=κρησφύγετον -ου, τό [[toevluchtsoord]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>der [[Zufluchtsort]]</i>, Her. 5.124, 8.51, 9.15 und Sp., wie Luc. <i>merc.cond</i>. 11, <i>Eun</i>. 10. Nach <i>Vetera Lexica</i> eigtl. <i>ein [[Schlupfwinkel]]</i>, wo man vor dem [[Kreter]] [[Minos]] eine [[Zuflucht]] fand.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρησφύγετον:''' (ῠ) τό [[место убежища]], [[убежище]] Her., Luc.
|elrutext='''κρησφύγετον:''' (ῠ) τό [[место убежища]], [[убежище]] Her., Luc.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=κρησφύγετον -ου, τό [[toevluchtsoord]].
|mltxt=το (Α [[κρησφύγετον]])<br />[[τόπος]] όπου καταφεύγει ή κρύβεται [[κάποιος]], [[καταφύγιο]], [[κρυψώνας]] (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα [[σκοτεινά]] κρησφύγετα», Ζερβ.<br />β. «λέγων ὡς [[ἄμεινον]] σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό <i>κρησ</i>-, για του οποίου την [[προέλευση]] έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις<br />το β' συνθετικό -<i>φυγετο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετον</i>. Οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν το <i>α</i>' συνθετικό με τη λ. [[Κρής]] «[[Κρητικός]]», βασιζόμενοι στο ότι στην [[Κρήτη]] υπήρχαν σπηλιές που χρησίμευαν ως κρησφύγετα. Αργότερα το <i>κρησ</i>- συσχετίστηκε από πολλούς με τη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]», [[άποψη]] η οποία δεν φαίνεται πολύ πειστική. Κατ' άλλους, η λ. [[κρησφύγετον]] προέρχεται από το <i>χρησφύγετον</i> (με [[ανομοίωση]] του δασέος <i>χ</i>- σε <i>κ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[χρῆος]] «[[χρέος]]», [[άποψη]] ισχυρή από μορφολογική [[άποψη]]. Ωστόσο, πιο εύλογη σημασιολογικά φαίνεται η ετυμολόγηση της λ. <i>κρησ</i>-<i>φύγετον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πρησ</i>-<i>φύγετον</i>, του οποίου το <i>α</i>' συνθετικό <i>πρησ</i>- ανάγεται στην [[πρόθεση]] [[προς]] ([[πρβλ]]. [[πρήγιστος]] «[[πρέσβυς]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρησφύγετον:''' [ῠ], τό (φῠγεῖν), [[μέρος]] διαφυγής, [[τόπος]] αναχώρησης, [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], σε Ηρόδ.· (το πρώτο [[μέρος]] της λέξης, το <i>κρησ-</i>, είναι αμφίβολης προέλευσης).
}}
{{ls
|lstext='''κρησφύγετον''': ῠ, τό, ([[φεύγω]]) [[τόπος]] καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, [[καταφύγιον]], Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως, κρησ-, [[εἶναι]] ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν [[κυρίως]] καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 32: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κρησφύγετον''': {krēsphúgeton}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Zufluchtsort]] (Hdt., D. H., Luk.).<br />'''Etymology''' : Wohl mit Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) aus *χρησφύγετον dissimiliert mit Kontraktion aus *χρηεσφ., Zusammenbildung mit το-Suffix (vgl. [[ἀκμόθετον]]) aus φυγεῖν und [[χρῆος]] [[Schuld]], somit eig. "das Schuldentfliehen", d. h. [[Ort]], [[wohin man den Schulden entflieht]]; Näheres bei Wackernagel a.a.O. Kritik bei Kretschmer KZ 33, 273f.; vgl. Brugmann IF 18, 431. — Die Anknüpfung an [[κάρα]] [[Kopf]] (z.B. Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gibt keinen befriedigenden Sinn; verfehlt ebenfalls Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq u. WP. 1, 486).<br />'''Page''' 2,17
|ftr='''κρησφύγετον''': {krēsphúgeton}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Zufluchtsort]] (Hdt., D. H., Luk.).<br />'''Etymology''': Wohl mit Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) aus *χρησφύγετον dissimiliert mit Kontraktion aus *χρηεσφ., Zusammenbildung mit το-Suffix (vgl. [[ἀκμόθετον]]) aus φυγεῖν und [[χρῆος]] [[Schuld]], somit eig. "das Schuldentfliehen", d. h. [[Ort]], [[wohin man den Schulden entflieht]]; Näheres bei Wackernagel a.a.O. Kritik bei Kretschmer KZ 33, 273f.; vgl. Brugmann IF 18, 431. — Die Anknüpfung an [[κάρα]] [[Kopf]] (z.B. Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gibt keinen befriedigenden Sinn; verfehlt ebenfalls Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq u. WP. 1, 486).<br />'''Page''' 2,17
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[καταφύγιο]], [[ἄσυλο]]). Τό πρῶτο [[μέρος]] τῆς λέξης: κρησεἶναι ἄγνωστο. Τό δεύτερο ἀπό τό [[φεύγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}