Anonymous

προτένθης: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protenthis
|Transliteration C=protenthis
|Beta Code=prote/nqhs
|Beta Code=prote/nqhs
|Definition=ου, ὁ (ἡ, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.10</span>), in plural, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[those who celebrated the]] [[Δορπία]] ([[quod vide|q.v.]]), <b class="b3">ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας</b> Decr.Att. ap. <span class="bibl">Ath.4.171e</span>; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη <span class="bibl">Philyll.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[forestaller]], [[regrater]], in plural, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1198</span> (ubi v. Sch.), <span class="bibl">Pherecr.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adj., [[greedy]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>39</span>; <b class="b3">ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς</b>] Id.<span class="title">NA</span> [[l.c.]] (Glossed [[προγεύστης]] by Artemidor. ap. <span class="bibl">Ath. 4.171b</span>, cf. ib.c.)</span>
|Definition=προτένθου, ὁ (ἡ, Ael.''NA''15.10), in plural,<br><span class="bld">A</span> [[those who celebrated the]] [[Δορπία]] ([[quod vide|q.v.]]), <b class="b3">ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς.. ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας</b> Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8.<br><span class="bld">2</span> [[forestaller]], [[regrater]], in plural, Ar.''Nu.''1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7.<br><span class="bld">3</span> Adj., [[greedy]], Ael.''Fr.''39; <b class="b3">ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς]</b> Id.''NA'' [[l.c.]] (Glossed [[προγεύστης]] by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d'avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-τένθης -ου, ὁ voorproever.
}}
{{elru
|elrutext='''προτένθης:''' ου ὁ [[лакомка]], [[обжора]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]».
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d’avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτένθης:''' -ου, ὁ, αυτός που γεύεται [[κάτι]] από [[πριν]], [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], [[πολυφαγάς]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''προτένθης:''' -ου, ὁ, αυτός που γεύεται [[κάτι]] από [[πριν]], [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], [[πολυφαγάς]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=προ-τένθης -ου, ὁ voorproever.
}}
{{elru
|elrutext='''προτένθης:''' ου ὁ лакомка, обжора Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[τένθης]], ου, ὁ,<br />one who picks out the tid-bits, a [[dainty]] [[fellow]], [[gourmand]], Ar. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=προ-[[τένθης]], ου, ὁ,<br />one who picks out the tid-bits, a [[dainty]] [[fellow]], [[gourmand]], Ar. [deriv. uncertain]
}}
}}