3,277,300
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|woodrun=[[affront]], [[contemptuousness]], [[effrontery]], [[haughtiness]], [[ill treatment]], [[impertinence]], [[impudence]], [[insolence]], [[insult]], [[licence]], [[licentiousness]], [[outrage]], [[pride]], [[rape]], [[ravishment]], [[reproach]], [[rudeness]], [[sauciness]], [[shamelessness]], [[violence]], [[wantonness]], [[assault and battery]], [[despiteful treatment]], [[excesses]], [[ill-treatment]], [[ill-usage]], [[impudent act]], [[in bad sense]], [[light conduct]], [[lightness of conduct]], [[riotous conduct]], [[violence to a woman]], [[want of control]], [[wanton conduct]] | |woodrun=[[affront]], [[contemptuousness]], [[effrontery]], [[haughtiness]], [[ill treatment]], [[impertinence]], [[impudence]], [[insolence]], [[insult]], [[licence]], [[licentiousness]], [[outrage]], [[pride]], [[rape]], [[ravishment]], [[reproach]], [[rudeness]], [[sauciness]], [[shamelessness]], [[violence]], [[wantonness]], [[assault and battery]], [[despiteful treatment]], [[excesses]], [[ill-treatment]], [[ill-usage]], [[impudent act]], [[in bad sense]], [[light conduct]], [[lightness of conduct]], [[riotous conduct]], [[violence to a woman]], [[want of control]], [[wanton conduct]] | ||
}} | }} | ||
==Wiktionary | ==Wiktionary Etymology== | ||
Unknown; possibly Pre-Greek, given its unusual shape and the lack of a convincing Indo-European etymology. Other proposed explanations include: | Unknown; possibly Pre-Greek, given its unusual shape and the lack of a convincing Indo-European etymology. Other proposed explanations include: | ||
* The first element ῠ̔́- (hú-) being from Proto-Indo-European *ud- (“outward, up”) (supported e.g. by Frisk) with the second element perhaps from Proto-Indo-European *gʷreh₂- (“heavy, strong”) (whence [[βαρύς]] (barús), [[βριαρός]] (briarós) etc.). | * The first element ῠ̔́- (hú-) being from Proto-Indo-European *ud- (“outward, up”) (supported e.g. by Frisk) with the second element perhaps from Proto-Indo-European *gʷreh₂- (“heavy, strong”) (whence [[βαρύς]] (barús), [[βριαρός]] (briarós) etc.). | ||
* From Proto-Indo-European *(H)i̯oHgʷ-ri-, assuming a relation to [[ἥβη]] (hḗbē, “vigour of youth, sexual maturity, adolescence”). Beekes rejects this on the grounds that it would be expected to yield *ὠβρι- (*ōbri-). | |||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[wantonness]], [[wanton]] [[violence]] or [[insolence]], Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]]; Ar.:—adv. usages, [[ὕβρει]] = [[in wantonness]] or [[in insolence]], Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.<br /><b class="num">2.</b> of [[lewdness]], opp. to [[σωφροσύνη]]. Theogn., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of [[overfed]] [[horse]]s, [[riotousness]], [[restiveness]], Hdt., Pind.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὕβρισμα]], Hom.; [[sometimes]] like [[ὑβρίζω]], foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]] her [[outrage]] [[towards]] . ., Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός [[towards]] him, Hdt., etc.:—in pl. [[wanton]] acts, [[outrage]]s, Hes., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> an [[outrage]] on the [[person]], [[violation]], Pind., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> in [[attic]] law, [[ὕβρις]] comprehended all the [[more]] [[serious]] injuries done to the [[person]], [[grievous]] [[assault]], the [[slight]]er [[kind]] [[being]] [[αἰκία]] [ῑ]: [[hence]] [[ὕβρις]] was remedied by [[public]] [[indictment]] ([[γραφή]]), [[αἰκία]] by [[private]] [[action]] (δίκἠ.<br /><b class="num">III.</b> a [[loss]], [[damage]], NTest.<br />B. as masc. = [[ὑβριστής]], a [[violent]], [[overbearing]] [[man]], ὕβριν ἀνέρα Hes. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[wantonness]], [[wanton]] [[violence]] or [[insolence]], Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]]; Ar.:—adv. usages, [[ὕβρει]] = [[in wantonness]] or [[in insolence]], Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.<br /><b class="num">2.</b> of [[lewdness]], opp. to [[σωφροσύνη]]. Theogn., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of [[overfed]] [[horse]]s, [[riotousness]], [[restiveness]], Hdt., Pind.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὕβρισμα]], Hom.; [[sometimes]] like [[ὑβρίζω]], foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]] her [[outrage]] [[towards]] . ., Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός [[towards]] him, Hdt., etc.:—in pl. [[wanton]] acts, [[outrage]]s, Hes., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> an [[outrage]] on the [[person]], [[violation]], Pind., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> in [[attic]] law, [[ὕβρις]] comprehended all the [[more]] [[serious]] injuries done to the [[person]], [[grievous]] [[assault]], the [[slight]]er [[kind]] [[being]] [[αἰκία]] [ῑ]: [[hence]] [[ὕβρις]] was remedied by [[public]] [[indictment]] ([[γραφή]]), [[αἰκία]] by [[private]] [[action]] (δίκἠ.<br /><b class="num">III.</b> a [[loss]], [[damage]], NTest.<br />B. as masc. = [[ὑβριστής]], a [[violent]], [[overbearing]] [[man]], ὕβριν ἀνέρα Hes. | ||
Line 56: | Line 57: | ||
==Wikipedia EL== | ==Wikipedia EL== | ||
Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.<br />Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ» (ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).<br />Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ἄτη → ὕβρις → νέμεσις → τίσις μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.<br />Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας. | Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.<br />Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ» (ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).<br />Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ἄτη → ὕβρις → νέμεσις → τίσις μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.<br />Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας. | ||
==Wiktionary EL== | ==Wiktionary EL== | ||
# συνήθως στον πληθυντικό '''ύβρεις''': [[βρισιά|βρισιές]] | # συνήθως στον πληθυντικό '''ύβρεις''': [[βρισιά|βρισιές]] |