Anonymous

διαρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4"
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 , $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαρρήγνῡμι:''' (fut. διαρρήξω)<br /><b class="num">1)</b> разрывать, прорывать (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разрываться, лопаться (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; [[ἀράχνιον]] διερρωγός Arst.; διερρωγὼς [[χιτών]] Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]]! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; [[διαρραγείης]]! Arph. чтоб ты лопнул!
|elrutext='''διαρρήγνῡμι:''' (fut. διαρρήξω)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[прорывать]] (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрываться]], [[лопаться]] (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; [[ἀράχνιον]] διερρωγός Arst.; διερρωγὼς [[χιτών]] Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]]! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; [[διαρραγείης]]! Arph. чтоб ты лопнул!
}}
}}
{{elnl
{{elnl