Anonymous

κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 , $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать]], [[сокрушать]] ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
}}
}}
{{elnl
{{elnl