Anonymous

στρῶμα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stroma
|Transliteration C=stroma
|Beta Code=strw=ma
|Beta Code=strw=ma
|Definition=ατος, τό, ([[στρώννυμι]])<br><span class="bld">A</span> anything [[spread]] or laid out for [[lying]] or laid out for [[sit]]ting upon, [[mattress]], [[bed]], ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι Thgn.1193, cf. PEleph.5.5 (iii B.C.), etc.; used on the funeral bier, IG12(5).593.3 (Ceos, v B.C.), Schwyzer 323 C 29 (Delph., iv B.C.): pl., [[bedclothes]], [[coverings of a dinner couch]], Ar.Ach.1090, Nu. 37, 1069, al.; of a bird's nest, Arist.HA616a2; στρώματα πορφυρόβαπτα Pl. Com.208; coupled with [[ἱμάτια]], [[ἔπιπλα]], Lys.32.16; [[αἴρεσθαι]] τὰ στρώματα Ar.Ra.596 (lyr.); στρώματα [[ὑποσπᾶν]] to [[pull]] the [[bed]] from under one, D.24.197: cf. στρωματεύς 1.<br><span class="bld">2</span> [[horsecloth]], [[horse trappings]], X.Cyr.8.8.19, Antiph.109, cf. Poll.1.183; [[trappings]] of an ass, Luc.Asin.38.<br><span class="bld">II</span> [[pavement]], IG12.313.71, 22.1666B37, 7.4255.6 (Oropus, iv B.C.), Inscr.Délos 502 A 24 (iii B.C.), IG12(8).380 (Thasos), etc.
|Definition=στρώματος, τό, ([[στρώννυμι]])<br><span class="bld">A</span> anything [[spread]] or laid out for [[lying]] or laid out for [[sit]]ting upon, [[mattress]], [[bed]], ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι Thgn.1193, cf. PEleph.5.5 (iii B.C.), etc.; used on the funeral bier, IG12(5).593.3 (Ceos, v B.C.), Schwyzer 323 C 29 (Delph., iv B.C.): pl., [[στρώματα]] = [[bedclothes]], [[coverings of a dinner couch]], Ar.Ach.1090, Nu. 37, 1069, al.; of a bird's nest, Arist.HA616a2; στρώματα [[πορφυρόβαπτος|πορφυρόβαπτα]] = [[blanket]]s dyed with [[purple]], Pl. Com.208; coupled with [[ἱμάτια]], [[ἔπιπλα]], Lys.32.16; [[αἴρεσθαι]] τὰ στρώματα Ar.Ra.596 (lyr.); στρώματα [[ὑποσπᾶν]] to [[pull the bed from under one]], D.24.197: cf. [[στρωματεύς]] 1.<br><span class="bld">2</span> [[horsecloth]], [[horse trappings]], X.Cyr.8.8.19, Antiph.109, cf. Poll.1.183; [[trappings]] of an ass, Luc.Asin.38.<br><span class="bld">II</span> [[pavement]], IG12.313.71, 22.1666B37, 7.4255.6 (Oropus, iv B.C.), Inscr.Délos 502 A 24 (iii B.C.), IG12(8).380 (Thasos), etc.<br><span class="bld">III</span> τὰ [[Στρώματα]] = [[Stromata]], a mistake for [[Στρωματεῖς]] ([[Στρωματεῖς]], "[[patchwork]]," i.e., Miscellanies), attributed to [[Clement of Alexandria]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] τό, Alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, [[Lager]], [[Decke]]; Theogn. 1193; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken, Ar. Ach. 1055 Nubb. 37 u. öfter; αἴρεσθαι τὰ στρώματα, Rau. 596, vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 19. 6, 2, 30. 8, 8, 19, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι καὶ [[μάλα]] πολλοῖς, Plat. Prot. 315, d; Gorg. 517 d stehen ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα neben einander; ὑπὸ τῷ αὐτῷ στρώματι κατακείμενος, Lys. 14, 25, l, d.; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ θύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαθ' ὑποσπᾶν, Dem. 24, 197, das Bett unter dem Leibe wegreißen; ähnl. σὰ στρώματά μου πάντα περισπάσαντες Luc. Asin. 38. S. auch Ath. II, 29 (p. 48 ff.). – Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. – Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα, Polyaen. 8, 23, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] τό, Alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, [[Lager]], [[Decke]]; Theogn. 1193; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken, Ar. Ach. 1055 Nubb. 37 u. öfter; αἴρεσθαι τὰ στρώματα, Rau. 596, vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 19. 6, 2, 30. 8, 8, 19, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι καὶ [[μάλα]] πολλοῖς, Plat. Prot. 315, d; Gorg. 517 d stehen ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα neben einander; ὑπὸ τῷ αὐτῷ στρώματι κατακείμενος, Lys. 14, 25, l, d.; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ θύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαθ' ὑποσπᾶν, Dem. 24, 197, das Bett unter dem Leibe wegreißen; ähnl. σὰ στρώματά μου πάντα περισπάσαντες Luc. Asin. 38. S. auch Ath. II, 29 (p. 48 ff.). – Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. – Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα, Polyaen. 8, 23, 9.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στρῶμα''': τό, ([[στρώννυμι]]) [[πρᾶγμα]], [[ὕφασμα]] ἐκτεινόμενον, ἐξαπλωνόμενον, [[τάπης]], ἐφ’ οὗ τις πλαγιάζει ἢ κοιμᾶται, [[στρωμνή]], [[κοίτη]], Λατ. stragulus, vestis stragula, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θεόγν. 1193· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑφάσματα τῆς κλίνης, τὰ σκεπάσματα ἀνακλίντρων πρὸς [[δεῖπνον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1090, Νεφ. 37, 1069, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 48Β κἑξ. (στρωμνὴ [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Τραγικῶν)· στρ. πορφυρόβαπτα Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 8· κατακεῖσθαι ὑπὸ στρ. Λυσ. 142. 5· στρ. ἱμάτια, [[ἔπιπλα]] ὁ αὐτ. 903. 5· στρ. αἵρεσθοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 596· στρ. ὑποσπᾶάν, [[σύρω]], «τραβῶ» τὰ στρώματα κάτωθέν τινος, Δημ. 762. 4· περισπᾶν Λουκ. Ὄν. 38· πρβλ. [[στρωματεύς]]. 2) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]] ἵππου, [[ἐπίσαγμα]], «τσοῦλι», Ξεν. Κύρ. 8. 8, 19, Ἀντιφάν. ἐν «Ἱππεῦσιν» 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 183. ΙΙ. πάτωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 24, 4957h (Προσθῆκαι). ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὠσαύτως, ὄγκοι ἐφ’ ὧν θεμελιοῦνται ξύλιναι γέφυραι, «παλούκια», Λατ. sublicae, Πολύαιν. 8. 23, 9.
|btext=στρώματος (τό) :<br />[[ce qu'on étend]] ([[lit]], [[couverture]], [[tapis]], <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρῶμα στρώματος, τό [στρώννυμι] iets wat uitgespreid wordt om op te liggen of te zitten, meestal plur. deken, [[sprei]], [[matras]], [[beddengoed]]; ook voor dieren dekkleed, [[zadelkleed]]. Xen. Cyr. 8.8.19.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend (lit, couverture, tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
|elrutext='''στρῶμα:''' στρώματος τό<br /><b class="num">1</b> [[подстилка]], [[постель]] Arph., Arst., Dem., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[покрывало]], [[ковер]] Arph., Arst., Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[попона]], [[чапрак]] Xen.;<br /><b class="num">4</b> [[скатерть]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[στρῶμα]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που στρώνεται [[πάνω]] σε [[κρεβάτι]] ή απευθείας σε [[δάπεδο]] και χρησιμεύει για [[κατάκλιση]] και ύπνο [[επάνω]] του, [[ιδίως]] ο [[επίπεδος]] [[ορθογώνιος]] [[σάκος]] από ανθεκτικό ύφασμα που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. [[μαλλί]], [[βαμβάκι]] ή [[άλλο]], και χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, αλλ. [[στρωμνή]], [[στρωσίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται και καλύπτει μια [[επιφάνεια]], [[στιβάδα]] (α. «[[στρώμα]] χιονιού» β. «[[στρώμα]] ελαιοχρώματος»)<br /><b>2.</b> νοητή [[ζώνη]] της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της Γης<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[στιβάδα]] ενός ιζηματογενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκρηξιγενούς πετρώματος που ορίζεται από δύο επίπεδα στρώσης τα οποία προκύπτουν από ορατές αλλαγές στο [[μέγεθος]] τών [[κόκκων]] και στην υφή τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τών πετρωμάτων [[πάνω]] και [[κάτω]] από αυτά<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> α) ημίρρευστη [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό του μιτοχονδρίου<br />β) [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό τών πλαστιδίων<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> η συνδετική-αγγειακή υφή ενός ιστού που αποτελεί [[πλέγμα]] με σημαντικό μεταβολικό ρόλο στην [[ανταλλαγή]] και [[μεταφορά]] ουσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[στρώμα]] της ωοθήκης στο οποίο [[είναι]] βυθισμένα τα ωοθυλάκια<br /><b>6.</b> <b>ζωολ.</b> οργανικό [[δίκτυο]] του σκελετού τών εχινοδέρμων<br /><b>7.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[μάζα]] μυκηλλιακών ινών, τών οποίων η [[συσσωμάτωση]] [[είναι]] χαλαρή ή προχωρημένη, [[μάζα]] [[πάνω]] στην οποία μπορούν να παραχθούν οι σποριοφόρες δομές<br /><b>8.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[κύριος]] [[τύπος]] νεφών που έχει, γενικά, [[μορφή]] στιβάδας γκρίζου χρώματος, με ομοιόμορφη [[κορυφή]] και [[βάση]] και με χαρακτηριστικά ομίχλης, η οποία όμως δεν εφάπτεται με την [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> <b>(κοινων.)</b> κοινωνική [[κατηγορία]] και, ειδικότερα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας αποτελούμενο από άτομα της ίδιας ή παρόμοιας κοινωνικής θέσης (α. «μικροαστικά στρώματα» β. «μεσαία στρώματα»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρώμα]] αέρα»<br /><b>τεχνολ.</b> η αεροστιβαδα στην οποία πραγματοποιείται η [[στήριξη]] τών [[κάθε]] είδους οχημάτων που κινούνται με αερολίσθηση<br />β) «οριακό [[στρώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[στρώμα]] του αέρα που βρίσκεται σε [[επαφή]] με την [[επιφάνεια]] κινούμενου σώματος στην [[ατμόσφαιρα]]<br />γ) «χαρακτηριστικό [[στρώμα]]» ή «καθοδηγητικό [[στρώμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[ορίζοντας]] μιας ακολουθίας πετρωμάτων που διακρίνεται εύκολα από τα [[φυσικά]] χαρακτηριστικά του και μπορεί να αναγνωριστεί σε εκτεταμένες οριζόντιες αποστάσεις<br />δ) «[[είμαι]] στο [[στρώμα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κλινήρης]], [[ασθενής]]<br />ε) «να τά φάει στο [[στρώμα]]» — να τά ξοδέψει στους γιατρούς<br />στ) «αχύρινο [[στρώμα]]» — [[στρωμνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[ιδίως]] αλόγου, [[υπόσαγμα]]<br /><b>2.</b> [[πάτωμα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στρώματα</i><br />α) τα καλύμματα τών ανακλίντρων για το [[δείπνο]]<br />β) όγκοι [[πάνω]] στους οποίους θεμελιώνονταν ξύλινες γέφυρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρώματα ὑποσπῶ» — [[τραβώ]] τα στρώματα [[κάτω]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρῶ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=το / [[στρῶμα]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που στρώνεται [[πάνω]] σε [[κρεβάτι]] ή απευθείας σε [[δάπεδο]] και χρησιμεύει για [[κατάκλιση]] και ύπνο [[επάνω]] του, [[ιδίως]] ο [[επίπεδος]] [[ορθογώνιος]] [[σάκος]] από ανθεκτικό ύφασμα που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. [[μαλλί]], [[βαμβάκι]] ή [[άλλο]], και χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, αλλ. [[στρωμνή]], [[στρωσίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στρώνεται και καλύπτει μια [[επιφάνεια]], [[στιβάδα]] (α. «[[στρώμα]] χιονιού» β. «[[στρώμα]] ελαιοχρώματος»)<br /><b>2.</b> νοητή [[ζώνη]] της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της Γης<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[στιβάδα]] ενός ιζηματογενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκρηξιγενούς πετρώματος που ορίζεται από δύο επίπεδα στρώσης τα οποία προκύπτουν από ορατές αλλαγές στο [[μέγεθος]] τών [[κόκκων]] και στην υφή τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τών πετρωμάτων [[πάνω]] και [[κάτω]] από αυτά<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> α) ημίρρευστη [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό του μιτοχονδρίου<br />β) [[θεμελιώδης]] [[ουσία]] που πληροί το εσωτερικό τών πλαστιδίων<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> η συνδετική-αγγειακή υφή ενός ιστού που αποτελεί [[πλέγμα]] με σημαντικό μεταβολικό ρόλο στην [[ανταλλαγή]] και [[μεταφορά]] ουσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[στρώμα]] της ωοθήκης στο οποίο [[είναι]] βυθισμένα τα ωοθυλάκια<br /><b>6.</b> <b>ζωολ.</b> οργανικό [[δίκτυο]] του σκελετού τών εχινοδέρμων<br /><b>7.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[μάζα]] μυκηλλιακών ινών, τών οποίων η [[συσσωμάτωση]] [[είναι]] χαλαρή ή προχωρημένη, [[μάζα]] [[πάνω]] στην οποία μπορούν να παραχθούν οι σποριοφόρες δομές<br /><b>8.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[κύριος]] [[τύπος]] νεφών που έχει, γενικά, [[μορφή]] στιβάδας γκρίζου χρώματος, με ομοιόμορφη [[κορυφή]] και [[βάση]] και με χαρακτηριστικά ομίχλης, η οποία όμως δεν εφάπτεται με την [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> <b>(κοινων.)</b> κοινωνική [[κατηγορία]] και, ειδικότερα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας αποτελούμενο από άτομα της ίδιας ή παρόμοιας κοινωνικής θέσης (α. «μικροαστικά στρώματα» β. «μεσαία στρώματα»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρώμα]] αέρα»<br /><b>τεχνολ.</b> η αεροστιβαδα στην οποία πραγματοποιείται η [[στήριξη]] τών [[κάθε]] είδους οχημάτων που κινούνται με αερολίσθηση<br />β) «οριακό [[στρώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[στρώμα]] του αέρα που βρίσκεται σε [[επαφή]] με την [[επιφάνεια]] κινούμενου σώματος στην [[ατμόσφαιρα]]<br />γ) «χαρακτηριστικό [[στρώμα]]» ή «καθοδηγητικό [[στρώμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[ορίζοντας]] μιας ακολουθίας πετρωμάτων που διακρίνεται εύκολα από τα [[φυσικά]] χαρακτηριστικά του και μπορεί να αναγνωριστεί σε εκτεταμένες οριζόντιες αποστάσεις<br />δ) «[[είμαι]] στο [[στρώμα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κλινήρης]], [[ασθενής]]<br />ε) «να τά φάει στο [[στρώμα]]» — να τά ξοδέψει στους γιατρούς<br />στ) «αχύρινο [[στρώμα]]» — [[στρωμνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[ιδίως]] αλόγου, [[υπόσαγμα]]<br /><b>2.</b> [[πάτωμα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στρώματα</i><br />α) τα καλύμματα τών ανακλίντρων για το [[δείπνο]]<br />β) όγκοι [[πάνω]] στους οποίους θεμελιώνονταν ξύλινες γέφυρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρώματα ὑποσπῶ» — [[τραβώ]] τα στρώματα [[κάτω]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[τρῶμα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρῶμα:''' -ατος, τό ([[στρώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου [[κάποιος]] να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, [[στρωσίδι]], [[στρώμα]], [[κρεβάτι]], Λατ. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σαμάρι]] αλόγου, [[επίσαγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''στρῶμα:''' στρώματος, τό ([[στρώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου [[κάποιος]] να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, [[στρωσίδι]], [[στρώμα]], [[κρεβάτι]], Λατ. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σαμάρι]] αλόγου, [[επίσαγμα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρῶμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> подстилка, постель Arph., Arst., Dem., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> покрывало, ковер Arph., Arst., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> попона, чапрак Xen.;<br /><b class="num">4)</b> [[скатерть]] Arph.
|lstext='''στρῶμα''': τό, ([[στρώννυμι]]) [[πρᾶγμα]], [[ὕφασμα]] ἐκτεινόμενον, ἐξαπλωνόμενον, [[τάπης]], ἐφ’ οὗ τις πλαγιάζει ἢ κοιμᾶται, [[στρωμνή]], [[κοίτη]], Λατ. [[stragulus]], [[vestis]] [[stragula]], ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θεόγν. 1193· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑφάσματα τῆς κλίνης, τὰ σκεπάσματα ἀνακλίντρων πρὸς [[δεῖπνον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1090, Νεφ. 37, 1069, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 48Β κἑξ. (στρωμνὴ [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Τραγικῶν)· στρ. πορφυρόβαπτα Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 8· κατακεῖσθαι ὑπὸ στρ. Λυσ. 142. 5· στρ. ἱμάτια, [[ἔπιπλα]] ὁ αὐτ. 903. 5· στρ. αἵρεσθοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 596· στρ. ὑποσπᾶάν, [[σύρω]], «τραβῶ» τὰ στρώματα κάτωθέν τινος, Δημ. 762. 4· περισπᾶν Λουκ. Ὄν. 38· πρβλ. [[στρωματεύς]]. 2) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]] ἵππου, [[ἐπίσαγμα]], «τσοῦλι», Ξεν. Κύρ. 8. 8, 19, Ἀντιφάν. ἐν «Ἱππεῦσιν» 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 183. ΙΙ. πάτωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 24, 4957h (Προσθῆκαι). ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὠσαύτως, ὄγκοι ἐφ’ ὧν θεμελιοῦνται ξύλιναι γέφυραι, «παλούκια», Λατ. sublicae, Πολύαιν. 8. 23, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=στρῶμα -ατος, τό [στρώννυμι] iets wat uitgespreid wordt om op te liggen of te zitten, meestal plur. deken, sprei, matras, beddengoed; ook voor dieren dekkleed, zadelkleed. Xen. Cyr. 8.8.19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρῶμα]], ατος, τό, [[στρώννυμι]]<br /><b class="num">1.</b> [[anything]] [[spread]] or laid out for [[lying]] or [[sitting]] [[upon]], a [[mattress]], bed, Lat. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], Theogn.:—in pl. the bedclothes, the coverings of a [[dinner]]-[[couch]], Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> a horsecloth, [[horse]]-[[trappings]], Xen.
|mdlsjtxt=[[στρῶμα]], ατος, τό, [[στρώννυμι]]<br /><b class="num">1.</b> [[anything]] [[spread]] or laid out for [[lying]] or [[sitting]] [[upon]], a [[mattress]], bed, Lat. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], Theogn.:—in pl. the bedclothes, the coverings of a [[dinner]]-[[couch]], Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> a horsecloth, [[horse]]-[[trappings]], Xen.
}}
}}