Anonymous

κριτήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] τό, ein Mittel zum Entscheiden, entscheidendes [[Kennzeichen]]; ἔχων αὐτῶν τὸ [[κριτήριον]] ἐν ἑαυτῷ Plat. Theaet. 178 b; öfter bei Plut. – Der Ort des Gerichts, der [[Gerichtsplatz]], u. das [[Gericht]] selbst; Plat. Legg. VI, 676 b; καθίζειν [[κριτήριον]] Pol. 9, 33, 12; ἐν ἴσῳ κριτηρίῳ, apud aequos iudices, 16, 27, 2; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] τό, ein Mittel zum Entscheiden, entscheidendes [[Kennzeichen]]; ἔχων αὐτῶν τὸ [[κριτήριον]] ἐν ἑαυτῷ Plat. Theaet. 178 b; öfter bei Plut. – Der Ort des Gerichts, der [[Gerichtsplatz]], u. das [[Gericht]] selbst; Plat. Legg. VI, 676 b; καθίζειν [[κριτήριον]] Pol. 9, 33, 12; ἐν ἴσῳ κριτηρίῳ, apud aequos iudices, 16, 27, 2; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[faculté de juger]];<br /><b>2</b> [[règle pour discerner le vrai du faux]], [[critère]];<br />[[NT]]: [[tribunal]] ; jugement.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κριτήριον -ου, τό [κρίνω] [[criterium]], [[maatstaf]]:. τῶν μελλόντων ἔσεσθαι... τὸ κριτήριον het vermogen om te beoordelen wat er gaat gebeuren Plat. Tht. 178b. gerechtshof.
}}
{{elru
|elrutext='''κρῐτήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[способность различения]], [[средство суждения]], [[мерило]], [[критерий]] (τὸ κ. τινος ἐν ἑαυτῷ ἔχειν Plat.; τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κ. τῶν χυμῶν Arst.; τούτων κ. ἡ αἴσθησίς ἐστιν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[судилище]], [[суд]] (κοινὸν ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων κ. Polyb.; ἕλκειν τινὰ εἰς κριτήρια NT);<br /><b class="num">3</b> [[судебное дело]], [[тяжба]] (κριτήρια [[βιωτικά]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐτήριον''': τό, (κριτὴς) [[μέσον]] πρὸς κρίσιν ἢ δοκιμήν, [[μέτρον]] ἢ [[γνώμων]], ἐπὶ τῶν διανοητικῶν δυνάμεων καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἔχων αὐτῶν τὸ κρ. ἐν αὑτῷ Πλάτ. Θεαίτ. 178Β, πρβλ. Πολ. 582Α· τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κρ. τῶν… χυμῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10.· 6, 6. 2) [[δικαστήριον]], Πλάτ. Νόμ. 767Β· καθίζειν κρ. Πολύβ. 9. 33, 12, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 21.
|lstext='''κρῐτήριον''': τό, (κριτὴς) [[μέσον]] πρὸς κρίσιν ἢ δοκιμήν, [[μέτρον]] ἢ [[γνώμων]], ἐπὶ τῶν διανοητικῶν δυνάμεων καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἔχων αὐτῶν τὸ κρ. ἐν αὑτῷ Πλάτ. Θεαίτ. 178Β, πρβλ. Πολ. 582Α· τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κρ. τῶν… χυμῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10.· 6, 6. 2) [[δικαστήριον]], Πλάτ. Νόμ. 767Β· καθίζειν κρ. Πολύβ. 9. 33, 12, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> faculté de juger;<br /><b>2</b> règle pour discerner le vrai du faux, critère.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρῐτήριον:''' τό ([[κριτής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μέθοδος]] ([[τρόπος]] κρίσης ή δοκιμασίας), [[κριτήριο]], «[[τεστ]]», σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> δικαστήριο, [[επιτροπή]] κρίσης, στον ίδ.
|lsmtext='''κρῐτήριον:''' τό ([[κριτής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μέθοδος]] ([[τρόπος]] κρίσης ή δοκιμασίας), [[κριτήριο]], «[[τεστ]]», σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> δικαστήριο, [[επιτροπή]] κρίσης, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κριτήριον -ου, τό [κρίνω] criterium, maatstaf:. τῶν μελλόντων ἔσεσθαι... τὸ κριτήριον het vermogen om te beoordelen wat er gaat gebeuren Plat. Tht. 178b. gerechtshof.
}}
{{elru
|elrutext='''κρῐτήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> способность различения, средство суждения, мерило, критерий (τὸ κ. τινος ἐν ἑαυτῷ ἔχειν Plat.; τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κ. τῶν χυμῶν Arst.; τούτων κ. ἡ αἴσθησίς ἐστιν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[судилище]], [[суд]] (κοινὸν ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων κ. Polyb.; ἕλκειν τινὰ εἰς κριτήρια NT);<br /><b class="num">3)</b> [[судебное дело]], [[тяжба]] (κριτήρια [[βιωτικά]] NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj