Anonymous

φύσημα: Difference between revisions

From LSJ
m
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἐπίνοια" to "Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysima
|Transliteration C=fysima
|Beta Code=fu/shma
|Beta Code=fu/shma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is blown]] or [[produced by blowing]], <b class="b3">φ. ἀνεὶς δύστλητον</b> a hard-drawn [[breath]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1438</span>; <b class="b3">δνοφώδη . . αἰθέρος φυσήματα</b>, of stormy [[blasts]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>79</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>440</span>; <b class="b3">πόντιον φ</b>. the [[roaring]] of the sea, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 1211</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that which is blown up]], of half-formed shells, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>9.108</span>; <b class="b3">δούρειον . . χῆνα τῷ φυσήματι</b> like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) [[in inflation]], i.e. [[stuffed]], <span class="bibl">Diph.90</span>: [[state of inflation]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[blowing]], [[puffing]], [[snorting]], of a horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>11.12</span>: metaph., [[conceit]], πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.<span class="title">Alc.</span>2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. <span class="bibl">Ath.13.591f</span>; ῥήματα . . ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>825</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> <b class="b3">μέλανος αἵματος φυσήματα</b> black blood [[blown from the nostrils]], of newly slaughtered cattle, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1114</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> [[pine-resin]], Gal.13.475, <span class="bibl">Aët. 15.3</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is blown]] or [[produced by blowing]], <b class="b3">φ. ἀνεὶς δύστλητον</b> a hard-drawn [[breath]], E.''Ph.''1438; <b class="b3">δνοφώδη.. αἰθέρος φυσήματα</b>, of stormy [[blasts]], Id.''Tr.''79, cf. ''Rh.''440; <b class="b3">πόντιον φ.</b> the [[roaring]] of the sea, Id.''Hipp.'' 1211.<br><span class="bld">II</span> [[that which is blown up]], of half-formed shells, Plin. ''HN''9.108; <b class="b3">δούρειον.. χῆνα τῷ φυσήματι</b> like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) [[in inflation]], i.e. [[stuffed]], Diph.90: [[state of inflation]], Luc.''Cont.''19.<br><span class="bld">III</span> [[blowing]], [[puffing]], [[snorting]], of a horse, X.''Eq.''11.12: metaph., [[conceit]], πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.''Alc.''2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. Ath.13.591f; ῥήματα.. ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι Ar.''Ra.''825 (lyr.).<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">μέλανος αἵματος φυσήματα</b> black blood [[blown from the nostrils]], of newly slaughtered cattle, E.''IA''1114.<br><span class="bld">V</span> [[pine-resin]], Gal.13.475, Aët. 15.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[grondement de la mer]];<br /><b>2</b> [[exhalaison]], [[sang qui s'échappe en bouillonnant]].<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
|lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> grondement de la mer;<br /><b>2</b> exhalaison, sang qui s’échappe en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2)</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3)</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4)</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6)</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blast]], [[breath]], [[snort]]
|woodrun=[[blast]], [[breath]], [[snort]]
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[soplo]] φύσα αʹ ἀπὸ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν ἀφαίρων τὸ φ. ἕως τοῦ προσώπου <b class="b3">sopla una vez, enviando el soplo desde las puntas de los pies hasta la cara</b> P IV 3083 ἰδὼν δὲ τὴν δεῖνα τρὶς φ. ποίει μακρὸν εἰς αὐτὴν ἀτενίζων <b class="b3">al verla da tres veces un soplo fuerte mirándola fijamente (en un encantamiento amoroso) </b> P X 21
}}
{{trml
|trtx====[[arrogance]]===
Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر‎; Aramaic: ܫܘܩܠܐ‎; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: [[arrogantie]], [[aanmatiging]]; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: [[arrogance]]; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: [[Arroganz]], [[Dünkel]], [[Hochmut]], [[Überheblichkeit]]; Greek: [[αλαζονεία]], [[υπεροψία]]; Ancient Greek: [[ἀγερωχία]], [[ἀγηνορία]], [[ἀγηνορίη]], [[ἁλιφροσύνη]], [[ἀπόνοια]], [[ἄρσις]], [[ἀτασθαλία]], [[ἀτασθαλίη]], [[αὐθάδεια]], [[αὐθαδιασμός]], [[αὐθάδισμα]], [[αὐταρέσκεια]], [[βαρύτης]], [[βρένθος]], [[γαυρίαμα]], [[γαυρότης]], [[ἐμφυσίωσις]], [[ἐξανάστασις]], [[ἐπιπολασμός]], [[θρασύτης]], [[λαμυρία]], [[λῆμα]], [[μεγαλαύχημα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληνορία]], [[μεγαλοδοξία]], [[μεγαλοψυχία]], [[περιοψία]], [[στρῆνος]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ σεμνόν]], [[τὸ ὑπερήφανον]], [[ὑπερβίη]], [[ὑπερβολία]], [[ὑπερηνορέη]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], [[ὑπερφροσύνη]], [[φρόνημα]], [[φρονηματισμός]], [[φρόνησις]], [[φῦσα]], [[φύσημα]], [[φυσίωσις]], [[χαύνωσις]], [[χλιδή]]; Hebrew: יְהִירוּת‎, עתק‎ rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: [[arroganza]]; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: [[superbia]]; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر‎; Polish: arogancja; Portuguese: [[arrogância]], [[soberba]], [[altivez]]; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: [[заносчивость]], [[высокомерие]], [[надменность]], [[спесь]], [[гордыня]], [[кичливость]], [[чванливость]]; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: [[arrogancia]], [[soberbia]], [[altanería]], [[altivez]]; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku
===[[conceit]]===
Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: [[verwaandheid]], [[ijdelheid]], [[hoogmoed]]; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: [[vanité]], [[orgueil]]; German: [[Einbildung]], [[Dünkel]], [[Eigendünkel]], [[Arroganz]], [[Eingebildetheit]], [[Süffisanz]], [[Selbstgefälligkeit]], [[Krattel]]; Greek: [[έπαρση]], [[αλαζονεία]], [[ξιπασιά]], [[ψώνιο]], [[ψώνισμα]]; Ancient Greek: [[γαυρίαμα]], [[δόκησις]], [[ἔπαρσις]], [[ἐπίνοια]], [[ἱπποτυφία]], [[κατοίησις]], [[κενοδοξία]], [[οἴημα]], [[οἴησις]], [[τῦφος]], [[ὑπόληψις]], [[φῦσα]], [[φύσημα]], [[χαυνότης]]; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: [[presunzione]], [[vanità]]; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: [[presunção]], [[vaidade]]; Romanian: trufie, vanitate; Russian: [[самомнение]], [[тщеславие]], [[гонор]], [[чванство]], [[самонадеянность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: [[engreimiento]], [[vanidad]], [[presunción]], [[ego]]; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn
}}
}}