Anonymous

ἐξυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(CSV import)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksyvrizo
|Transliteration C=eksyvrizo
|Beta Code=e)cubri/zw
|Beta Code=e)cubri/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[break out into insolence]], [[wax wanton]], <span class="bibl">Pherecyd.Syr.5</span>, <span class="bibl">Hdt.4.146</span>,<span class="bibl">7.5</span>; εὐπραγίαις <span class="bibl">Th.1.84</span>; ὑπὸ πλούτου <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.6.1</span>; <b class="b3">ἐ. ἐς τόδε</b> [[come]] to this pitch [[of insolence]], <span class="bibl">Th.3.39</span>: with neut. Adj. or Pron., <b class="b3">παντοῖα ἐ</b>. [[commit]] all kinds of [[violence]] or [[extravagance]], <span class="bibl">Hdt.3.126</span>; τάδ' ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>293</span>; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς <span class="bibl">Lys.2.9</span>; τι εἴς τινα <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>18</span>; εἴς τινα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>2</span>, <span class="bibl">Eus.Mynd.54</span>, <span class="bibl">Ant.Lib.21.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[treat with insolence]] or [[violence]], <span class="bibl">Id.12.2</span>; also ἐ. τοὺς ἔρωτας <span class="bibl">Conon 24.2</span>:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Phil.</span>9</span>; <b class="b3">τὰ -ισμένα</b> [[despised]] things, Longin.43.5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of the body, [[break out]] from high feeding, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>691c</span>; of plants, <b class="b2">to be over-luxuriant</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>725b35</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.16.8</span>; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>26</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[break out into insolence]], [[wax wanton]], Pherecyd.Syr.5, [[Herodotus|Hdt.]]4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.6.1; <b class="b3">ἐ. ἐς τόδε</b> [[come]] to this [[pitch]] of [[insolence]], Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., <b class="b3">παντοῖα ἐ.</b> [[commit]] all kinds of [[violence]] or [[extravagance]], [[Herodotus|Hdt.]]3.126; τάδ' ἐ. S.''El.''293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. ''Fug.''18; εἴς τινα Plu.''Phoc.''2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3.<br><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[treat with insolence]] or [[violence]], Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.''Phil.''9; <b class="b3">τὰ ἐξυβρισμένα</b> [[despised]] things, Longin.43.5.<br><span class="bld">II</span> of the body, [[break out]] from high feeding, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''691c; of plants, to [[be over-luxuriant]], Arist. ''GA''725b35, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.''Arist.''26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] in Übermuth, Frechheit ausbrechen, übermüthig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermüthig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; [[πλείω]] περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] in Übermuth, Frechheit ausbrechen, übermütig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermütig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; [[πλείω]] περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.
}}
{{bailly
|btext=éclater d'orgueil, d'insolence : [[ἐξ]]. εἰς [[τόδε]] THC en venir à cet excès d'arrogance ; [[ἐξ]]. [[εἴς]] τινα LUC être arrogant envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑβρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξυβρίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[преисполняться гордыней]], [[зазнаваться]], [[быть высокомерным]] (εὐπραγίαις Thuc.; ὑπὸ πλούτου Xen.): οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν Thuc. (митиленцы) не зазнались бы до такой степени;<br /><b class="num">2</b> [[дерзко говорить или поступать]], [[оскорблять]], [[нагло вести себя]] (περί τινα Lys. и εἴς τινα Luc., Plut.): τάδ᾽ ἐξυβρίζει Soph. вот какими оскорблениями осыпает (меня Клитемнестра);<br /><b class="num">3</b> [[совершать преступления]] (εἰς τὸν νόμον Plut.): ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα Her. (Орэт) совершил и всякие другие злодеяния;<br /><b class="num">4</b> [[выходить из рамок дозволенного]] (δι᾽ ἀκολασίαν καὶ πλημμέλειαν Plut.): σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. непомерно тучные тела;<br /><b class="num">5</b> [[буйно разрастаться]] (ἄμπελοι ἐξυβρίζουσιν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, [[αὐτίκα]] οἱ [[Μινύαι]] ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. [[πλείω]] περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς [[ἄλλο]] ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.
|lstext='''ἐξυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, [[αὐτίκα]] οἱ [[Μινύαι]] ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. [[πλείω]] περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς [[ἄλλο]] ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.
}}
{{bailly
|btext=éclater d’orgueil, d’insolence : [[ἐξ]]. [[εἰς]] [[τόδε]] THC en venir à cet excès d’arrogance ; [[ἐξ]]. [[εἴς]] τινα LUC être arrogant envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»).
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐξυβρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[преисполняться гордыней]], [[зазнаваться]], [[быть высокомерным]] (εὐπραγίαις Thuc.; ὑπὸ πλούτου Xen.): οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν Thuc. (митиленцы) не зазнались бы до такой степени;<br /><b class="num">2)</b> [[дерзко говорить или поступать]], [[оскорблять]], [[нагло вести себя]] (περί τινα Lys. и εἴς τινα Luc., Plut.): τάδ᾽ ἐξυβρίζει Soph. вот какими оскорблениями осыпает (меня Клитемнестра);<br /><b class="num">3)</b> [[совершать преступления]] (εἰς τὸν νόμον Plut.): ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα Her. (Орэт) совершил и всякие другие злодеяния;<br /><b class="num">4)</b> [[выходить из рамок дозволенного]] (δι᾽ ἀκολασίαν καὶ πλημμέλειαν Plut.): σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. непомерно тучные тела;<br /><b class="num">5)</b> [[буйно разрастаться]] (ἄμπελοι ἐξυβρίζουσιν Arst.).
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[break]] out [[into]] [[insolence]], to run [[riot]], wax [[wanton]], Hdt., Thuc., etc.; ἐξ. ἐς [[τόδε]] to [[come]] to [[this]] [[pitch]] of [[insolence]], Thuc.: with an adj. neut., παντοῖα ἐξ. to [[commit]] all kinds of [[violence]], Hdt.
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[break]] out [[into]] [[insolence]], to run [[riot]], wax [[wanton]], Hdt., Thuc., etc.; ἐξ. ἐς [[τόδε]] to [[come]] to [[this]] [[pitch]] of [[insolence]], Thuc.: with an adj. neut., παντοῖα ἐξ. to [[commit]] all kinds of [[violence]], Hdt.
|lthtxt=''[[insolescere]]'', to [[become insolent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.84.2/ 1.84.2].<br />''[[insolescere]]'', to [[become insolent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.39.5/ 3.39.5].
}}
}}