3,277,048
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orakiao | |Transliteration C=orakiao | ||
|Beta Code=w(rakia/w | |Beta Code=w(rakia/w | ||
|Definition= | |Definition=[[faint]], [[swoon away]], Ar.''Ra.''481, ''Pax''702, and in later Prose, as Phld.''Acad.Ind.''p.50M., Lib.''Decl.''26.33, 31.34, Them.''Or.'' 26.314b.—Moer.p.425P. writes it with the aspir., as Att. for [[λιποψυχέω]]. Others wrote it [[ὠρακιάω]] as if for [[ὠχριάω]], and this sense is given to the word by Aristaenet.1.10, Procop.''Arc.''10, Sch.Ar.''Pax'' [[l.c.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὡρακιῶ]] :<br />[[tomber en défaillance]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] ohnmächtig werden, in Ohnmacht fallen; Ar. Pax 686 Ran. 481; τὸ [[βλέμμα]] ὡρακιῶν Aristaen. 1, 10. – Andere schreiben ὠρακιάω und nehmen eine Ableitung von [[ὠχριάω]] an. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡρᾱκιάω:''' [[лишаться чувств]], [[падать в обморок]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρᾱκιάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 481, Εἰρ. 702, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] ἐν Λιβαν. 4. 143, 209, Θεμιστίῳ 214Β· ― ὁ Μοῖρ. 425, γράφει τὴν λέξιν ὀρθῶς διὰ δασείας καὶ λέγει ὅτι [[εἶναι]] Ἀττικὴ ἀντὶ τοῦ [[λιποψυχέω]], «ὡρακιᾶν Ἀττικοί, λιποψυχεῖν Ἕλληνες». Ἕτεροι γράφουσιν ὠρακιάω διὰ ψιλῆς, οἱονεὶ ἀντὶ [[ὠχριάω]], ταύτην δὲ τὴν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Ἀρισταίν. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 381. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρακιᾶν· τὸ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐκλύεσθαι ἢ σκοτοῦσθαι, καὶ ὠχριᾶν», καὶ: «ὡρακιᾶν· λιποψυχεῖν. ἐκλύεσθαι καὶ σκοτοῦσθαι μετὰ ὠχριάσεως ἢ καὶ ἱδρῶτος. οἱ δὲ ναυσιᾶν καὶ σκοτοῦσθαι». | |lstext='''ὡρᾱκιάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 481, Εἰρ. 702, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] ἐν Λιβαν. 4. 143, 209, Θεμιστίῳ 214Β· ― ὁ Μοῖρ. 425, γράφει τὴν λέξιν ὀρθῶς διὰ δασείας καὶ λέγει ὅτι [[εἶναι]] Ἀττικὴ ἀντὶ τοῦ [[λιποψυχέω]], «ὡρακιᾶν Ἀττικοί, λιποψυχεῖν Ἕλληνες». Ἕτεροι γράφουσιν ὠρακιάω διὰ ψιλῆς, οἱονεὶ ἀντὶ [[ὠχριάω]], ταύτην δὲ τὴν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Ἀρισταίν. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 381. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρακιᾶν· τὸ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐκλύεσθαι ἢ σκοτοῦσθαι, καὶ ὠχριᾶν», καὶ: «ὡρακιᾶν· λιποψυχεῖν. ἐκλύεσθαι καὶ σκοτοῦσθαι μετὰ ὠχριάσεως ἢ καὶ ἱδρῶτος. οἱ δὲ ναυσιᾶν καὶ σκοτοῦσθαι». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὡρᾱκιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[λιποψυχώ]], [[λιποθυμώ]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ὡρᾱκιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[λιποψυχώ]], [[λιποθυμώ]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |