Anonymous

δορκάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=δορκάς
|Full diacritics=δορκᾰ́ς
|Medium diacritics=δορκάς
|Medium diacritics=δορκάς
|Low diacritics=δορκάς
|Low diacritics=δορκάς
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorkas
|Transliteration C=dorkas
|Beta Code=dorka/s
|Beta Code=dorka/s
|Definition=άδος [ᾰ], ἡ, ([[δέρκομαι]], δέδορκα) an animal of the [[deer]] kind (so called from its large [[bright]] [[eye]]s), in Greece, [[roe]], [[Cervus capreolus]], E.Ba.699, X.Cyr.1.4.7; in Syria and Africa, [[gazelle]], [[Antilope dorcas]], Hdt.4.192 (in form [[ζορκάς]]), 7.69.—Other forms:—[[δόρξ]], [[δορκός]], ἡ, E.HF376 (prob.), Call.Lav.Pall.91, Luc.Am.16: [[δόρκος]], ὁ, Dsc.2.75, Opp.C.2.315, 3.3: [[δόρκων]], ωνος, ὁ, Palamed. ap. Ath.11.397a, LXXCa.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15: [[ζορκάς]] (v. supr.): [[ζόρξ]], Call. Dian.97, Fr.239, Nic.Th.42: [[ἴορκος]], Opp.C.2.296, 3.3. ([[δόρκος]] and [[ἴορκος]] are distinguished from [[δορκάς]].)  
|Definition=δορκάδος [ᾰ], ἡ, ([[δέρκομαι]], [[δέδορκα]]) an animal of the [[deer]] kind (so called from its large [[bright]] [[eye]]s), in Greece, [[roe]], [[Cervus capreolus]], E.Ba.699, X.Cyr.1.4.7; in Syria and Africa, [[gazelle]], [[Antilope dorcas]], [[Herodotus|Hdt.]]4.192 (in form [[ζορκάς]]), 7.69.—Other forms:—[[δόρξ]], [[δορκός]], ἡ, E.HF376 (prob.), Call.Lav.Pall.91, Luc.Am.16: [[δόρκος]], ὁ, Dsc.2.75, Opp.C.2.315, 3.3: [[δόρκων]], ωνος, ὁ, Palamed. ap. Ath.11.397a, LXXCa.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15: [[ζορκάς]] (v. supr.): [[ζόρξ]], Call. Dian.97, Fr.239, Nic.Th.42: [[ἴορκος]], Opp.C.2.296, 3.3. ([[δόρκος]] and [[ἴορκος]] are distinguished from [[δορκάς]].)  
}}
{{DGE
|dgtxt=-άδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ζορκάς]] Hdt.4.192 <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> zool.<br /><b class="num">1</b> en Europa [[corzo]], [[Ceruus capreolus]] L., E.<i>Ba</i>.699, Aeschin.<i>Ep</i>.5.4, Arist.<i>HA</i> 499<sup>a</sup>9, <i>PA</i> 663<sup>b</sup>27, Str.3.4.15, Plu.2.757d, Paus.7.18.12, D.Chr.7.20, Dsc.2.75, Gal.6.42, Philostr.<i>Her</i>.18.11, Gr.Nyss.<i>Mart</i>.2.162.22 (no siempre fácilmente distinguible de 2).<br /><b class="num">2</b> en Asia y África [[gacela]], [[Antilope dorcas]] Licht, Hdt.4.192, 7.69, X.<i>Cyr</i>.1.4.7, Thphr.<i>HP</i> 4.3.5, [[LXX]] <i>De</i>.12.15, <i>AP</i> 6.326 (Leon.), Posidon.72b, Ph.1.318, 2.353, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.43.6, <i>AP</i> 9.1 (Polyaen.), Arr.<i>Cyn</i>.24.1, Hdn.1.15.3, <i>AP</i> 9.370 (Tib.Ill.), <i>Erot.Fr.Pap.Tefn</i>.F2.64, Lib.<i>Ep</i>.655.2, Nonn.<i>D</i>.15.183, Chrys.M.50.674 (no siempre fácilmente distinguible de 1).<br /><b class="num">II</b> plu. [[tabas de gacela]] [[τῇσι]] δορκάσιν παίζειν Herod.3.63.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δόρξ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] άδος, ἡ, ein hirschartiges Thier, Reh, Gazelle, von seinen schönen hellen Augen ([[δέρκομαι]]) benannt; Eur. Bacch. 698; Her. 7, 69; Xen. Cyr. 1, 4, 7; vgl. Ael. H. A. 14, 14, wo es für die Antiöope genommen wird. S. noch ζόρξ u. [[δόρκη]], [[δόρξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] άδος, ἡ, ein hirschartiges Tier, Reh, Gazelle, von seinen schönen hellen Augen ([[δέρκομαι]]) benannt; Eur. Bacch. 698; Her. 7, 69; Xen. Cyr. 1, 4, 7; vgl. Ael. H. A. 14, 14, wo es für die Antiöope genommen wird. S. noch ζόρξ u. [[δόρκη]], [[δόρξ]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil.
}}
{{elru
|elrutext='''δορκάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[антилопа]], [[газель]] (Antilope [[dorcas]]) Her., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[косуля]] (Cervus [[capreolus]]) Eur., Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δορκάς''': άδος [ᾰ], ἡ ([[δέρκομαι]], [[δέδορκα]]) ζῷόν τι ἐν Ἑλλάδι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἐλαφοειδῶν (λαβὸν τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀπαστραπτόντων ὀφθαλμῶν του), Λατ. Cervus capreolus L., (νῦν «ζαρκάδι»), Εὐρ. Βάκχ. 699, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7· ὡσαύτ. ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 192 (ὑπὸ τὸν τὺπον [[ζορκάς]]), 7. 69. ― Ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι δόρξ, δορκός, ἡ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 376 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. δόρκα ἀντὶ δόρκην), Καλλ. εἰς λουτρ. Παλλ. 91, Ὀππ. Κ. 2. 315. Λουκ. Ἔρωσ. 16· δόρκος, ὁ, Διοσκ. 2. 85· δόρκων, ωνος, ὁ, Ἀθήν. 397Α· [[ζορκάς]], ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. Ζζ Η. 2· ζόρξ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 97, Ἀποσπ. 239, Νίκ. Θ. 42· [[ἴορκος]] Ὀππ. Κ. 2. 296., 3. 3. Ἐκ τῶν ποικιλιῶν τούτων ὁ Κούρτ. συμπεραίνει ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο δνορκάς.
|lstext='''δορκάς''': άδος [ᾰ], ἡ ([[δέρκομαι]], [[δέδορκα]]) ζῷόν τι ἐν Ἑλλάδι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἐλαφοειδῶν (λαβὸν τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῶν μεγάλων καὶ ἀπαστραπτόντων ὀφθαλμῶν του), Λατ. Cervus capreolus L., (νῦν «ζαρκάδι»), Εὐρ. Βάκχ. 699, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7· ὡσαύτ. ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 192 (ὑπὸ τὸν τὺπον [[ζορκάς]]), 7. 69. ― Ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι δόρξ, δορκός, ἡ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 376 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. δόρκα ἀντὶ δόρκην), Καλλ. εἰς λουτρ. Παλλ. 91, Ὀππ. Κ. 2. 315. Λουκ. Ἔρωσ. 16· δόρκος, ὁ, Διοσκ. 2. 85· δόρκων, ωνος, ὁ, Ἀθήν. 397Α· [[ζορκάς]], ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. Ζζ Η. 2· ζόρξ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 97, Ἀποσπ. 239, Νίκ. Θ. 42· [[ἴορκος]] Ὀππ. Κ. 2. 296., 3. 3. Ἐκ τῶν ποικιλιῶν τούτων ὁ Κούρτ. συμπεραίνει ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο δνορκάς.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevreuil <i>ou</i> gazelle, antilope, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δέρκομαι]], à cause des grands yeux du chevreuil.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δορκάς]]<br />Α και [[δόρξ]], -ρκός, η και [[δόρκος]], ο και [[δόρκων]], -ωνος, ο και [[ζορκάς]], η και ζορξ -ρκός, η και [[ίορκος]], ο)<br /><b>1.</b> [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) [[αντιλόπη]] [[δορκάς]], γκαζέλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δορκάδες</i><br />αστράγαλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δορκάς]] προήλθε από το [[δορξ]] ([[πρβλ]]. [[κεμάς]], [[προκάς]] <b>κ.λπ.</b>). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[δέρκομαι]]. Οι τύποι με -<i>ζ</i>- ([[πρβλ]]. [[ζαρκάδι]]) [[είναι]] φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην [[πραγματικότητα]] συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «[[ζαρκάδι]]», [[πρβλ]]. γαλατ. <i>iwrch</i>, κορν. <i>yorch</i>, βρετ. <i>iourc</i>'<i>h</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>york</i>-<i>o</i>). <i>Ο</i> τ. [[ίορκος]] υποστηρίχθηκε ότι [[είναι]] γαλατικό [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δορκάδειος]], [[δορκαδίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δορκάδιο]], [[δόρκων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δόρκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[δορκάτομος]], [[δόρκοψις]]].
|mltxt=η (AM [[δορκάς]]<br />Α και [[δόρξ]], -ρκός, η και [[δόρκος]], ο και [[δόρκων]], -ωνος, ο και [[ζορκάς]], η και ζορξ -ρκός, η και [[ίορκος]], [[ο]])<br /><b>1.</b> [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) [[αντιλόπη]] [[δορκάς]], γκαζέλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δορκάδες</i><br />αστράγαλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δορκάς]] προήλθε από το [[δορξ]] ([[πρβλ]]. [[κεμάς]], [[προκάς]] <b>κ.λπ.</b>). Οι τύποι αυτής της οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[δέρκομαι]]. Οι τύποι με -<i>ζ</i>- ([[πρβλ]]. [[ζαρκάδι]]) [[είναι]] φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην [[πραγματικότητα]] συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «[[ζαρκάδι]]», [[πρβλ]]. γαλατ. <i>iwrch</i>, κορν. <i>yorch</i>, βρετ. <i>iourc</i>'<i>h</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>york</i>-<i>o</i>). <i>Ο</i> τ. [[ίορκος]] υποστηρίχθηκε ότι [[είναι]] γαλατικό [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δορκάδειος]], [[δορκαδίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δορκάδιο]], [[δόρκων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δόρκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[δορκάτομος]], [[δόρκοψις]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δορκάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα [[μεγάλα]] και λαμπερά του μάτια)· στην [[Ελλάδα]], [[ζαρκάδι]], σε Ευρ., Ξεν.· στη [[Συρία]] και στην Αφρική, [[γαζέλα]], σε Ηρόδ.· ομοίως [[δόρξ]], <i>δορκός</i>, <i>ἡ</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ζορκάς]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορκάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[антилопа]], [[газель]] (Antilope [[dorcas]]) Her., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[косуля]] (Cervus [[capreolus]]) Eur., Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-άδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[a kind of deer]], [[roe]], [[gazelle]] (Hdt. 7, 69).<br />Derivatives: Other forms: [[δόρξ]] (Call.; acc. [[δόρκαν]] E. H. F. 376 [lyr.]; [[δόρκα]] Dindorf), [[δόρκος]] (Dsc.), [[δόρκων]] (LXX); also [[ζορκάς]] (Hdt. 4, 192), [[ζόρξ]] (Call.); [[ἴορκος]] (Opp.), [[ἴορκες]], [[ἴυρκες]] (H.). - Diminutives: [[δορκάδιον]] (LXX, Delos IIIa), also a plant (André, Notes lexicogr. botanique s.v.); [[δορκαλίς]] (Call.; on <b class="b3">-αλ-ιδ-</b> Chantr. Form. 251f., 344); [[δορκαλῖδες]] <b class="b2">dies from the bones of ..</b> (Herod.; on <b class="b3">-ιδ-</b> s. Chantraine 346f.); <b class="b3">δορκαλίδες ὄργανόν ἐστι κολαστικόν τε η μάστιγες αἱ ἀπὸΏ ἱμάντων δορκάδων</b> Suidas; <b class="b3">δορκάδε(ι)ος</b> <b class="b2">made from the bones of..</b> ([[ἀστράγαλος]], Thphr., inscr., pap.; s. Schmid -εος und -ειος 52), [[δόρκειος]] (Theognost.), [[δόρκιος]] (Edict. Diocl.). - PN [[Δορκεύς]] etc., s. Boßhardt Die Nomina auf <b class="b3">-ευς</b> 130.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.<br />Etymology: Built like [[κεμάς]] etc., [[δορκάς]], like [[δόρκος]] and [[δόρκων]] was derived from the root noun [[δόρξ]]. If we start from the forms with <b class="b3">ζ-</b>, the word agrees with a Celtic word for [[roe]], Corn. [[yorch]], Bret. [[iourch]] [[roe]], Welsh [[iwrch]] [[caprea mas]], IE <b class="b2">*i̯ork-o-</b>. The <b class="b3">δ-</b>forms perhaps folketymological after [[δέρκομαι]]. [[ἴορκος]] etc. may be Celtic (Galatic) LW [loanword]. - Sommer Lautst. 147f.
|etymtx=-άδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[a kind of deer]], [[roe]], [[gazelle]] (Hdt. 7, 69).<br />Derivatives: Other forms: [[δόρξ]] (Call.; acc. [[δόρκαν]] E. H. F. 376 [lyr.]; [[δόρκα]] Dindorf), [[δόρκος]] (Dsc.), [[δόρκων]] (LXX); also [[ζορκάς]] (Hdt. 4, 192), [[ζόρξ]] (Call.); [[ἴορκος]] (Opp.), [[ἴορκες]], [[ἴυρκες]] (H.). - Diminutives: [[δορκάδιον]] (LXX, Delos IIIa), also a plant (André, Notes lexicogr. botanique s.v.); [[δορκαλίς]] (Call.; on <b class="b3">-αλ-ιδ-</b> Chantr. Form. 251f., 344); [[δορκαλῖδες]] <b class="b2">dies from the bones of ..</b> (Herod.; on <b class="b3">-ιδ-</b> s. Chantraine 346f.); <b class="b3">δορκαλίδες ὄργανόν ἐστι κολαστικόν τε η μάστιγες αἱ ἀπὸΏ ἱμάντων δορκάδων</b> [[Suidas]]; <b class="b3">δορκάδε(ι)ος</b> <b class="b2">made from the bones of..</b> ([[ἀστράγαλος]], Thphr., inscr., pap.; s. Schmid -εος und -ειος 52), [[δόρκειος]] (Theognost.), [[δόρκιος]] (Edict. Diocl.). - PN [[Δορκεύς]] etc., s. Boßhardt Die Nomina auf <b class="b3">-ευς</b> 130.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.<br />Etymology: Built like [[κεμάς]] etc., [[δορκάς]], like [[δόρκος]] and [[δόρκων]] was derived from the root noun [[δόρξ]]. If we start from the forms with <b class="b3">ζ-</b>, the word agrees with a Celtic word for [[roe]], Corn. [[yorch]], Bret. [[iourch]] [[roe]], Welsh [[iwrch]] [[caprea mas]], IE <b class="b2">*i̯ork-o-</b>. The <b class="b3">δ-</b>forms perhaps folketymological after [[δέρκομαι]]. [[ἴορκος]] etc. may be Celtic (Galatic) LW [loanword]. - Sommer Lautst. 147f.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 39:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''δορκάς''': -άδος<br />{dorkás}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Reh]], [[Gazelle]] (Hdt. 7, 69, E., X.).<br />'''Derivative''': Mehrere Nebenformen: [[δόρξ]] (Kall., Luk.; Akk. δόρκᾰν E. ''H''. ''F''. 376 [lyr.]; δόρκα Dindorf), [[δόρκος]] (Dsk., Opp.), [[δόρκων]] (LXX u. a.); auch [[ζορκάς]] (Hdt. 4, 192), [[ζόρξ]] (Kall., Nik.); [[ἴορκος]] (Opp.), ἴορκες, [[ἴυρκες]] (H.). — Ableitungen: Deminutiva: [[δορκάδιον]] (LXX, Delos III<sup>a</sup>), [[δορκαλίς]] (Kall. usw.; zur Suffixkombination -αλιδ- Chantraine Formation 251f., 344); δορκαλῖδες [[Würfel aus Rehknöcheln]] (Herod.; vgl. die technischen Wörter auf -ιδ- bei Chantraine 346f.); δορκάδε(ι)ος ‘aus Reh(knöcheln) gemacht’ ([[ἀστράγαλος]], Thphr., Plb., Inschr. u. Pap.; vgl. Schmid -εος und -ειος 52), [[δόρκειος]] (Theognost.), δόρκιος (Edict. Diocl.). — PN Δορκεύς usw., s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 130.<br />'''Etymology''': Wie [[κεμάς]] usw. gebildet, ist [[δορκάς]] ebenso wie [[δόρκος]] und [[δόρκων]] aus dem Wurzelnomen [[δόρξ]] erweitert. Wenn man von den sonst unverständlichen Formen mit ζ- ausgeht, erhält man eine direkte Übereinstimmung in einem keltischen Wort für [[Reh]], korn. ''yorch'', bret. ''iourc''’''h'' [[Reh]], kymr. ''iwrch'' [[caprea mas]], idg. *''i̯ork''-''o''-. Die δ-Formen beruhen auf volksetymologischem Anschluß an [[δέρκομαι]]; [[ἴορκος]] usw. können keltische (galatische) LW sein. — Sommer Lautst. 147f.<br />'''Page''' 1,410
|ftr='''δορκάς''': -άδος<br />{dorkás}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Reh]], [[Gazelle]] (Hdt. 7, 69, E., X.).<br />'''Derivative''': Mehrere Nebenformen: [[δόρξ]] (Kall., Luk.; Akk. δόρκᾰν E. ''H''. ''F''. 376 [lyr.]; δόρκα Dindorf), [[δόρκος]] (Dsk., Opp.), [[δόρκων]] (LXX u. a.); auch [[ζορκάς]] (Hdt. 4, 192), [[ζόρξ]] (Kall., Nik.); [[ἴορκος]] (Opp.), ἴορκες, [[ἴυρκες]] (H.). — Ableitungen: Deminutiva: [[δορκάδιον]] (LXX, Delos III<sup>a</sup>), [[δορκαλίς]] (Kall. usw.; zur Suffixkombination -αλιδ- Chantraine Formation 251f., 344); δορκαλῖδες [[Würfel aus Rehknöcheln]] (Herod.; vgl. die technischen Wörter auf -ιδ- bei Chantraine 346f.); δορκάδε(ι)ος ‘aus Reh(knöcheln) gemacht’ ([[ἀστράγαλος]], Thphr., Plb., Inschr. u. Pap.; vgl. Schmid -εος und -ειος 52), [[δόρκειος]] (Theognost.), δόρκιος (Edict. Diocl.). — PN Δορκεύς usw., s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 130.<br />'''Etymology''': Wie [[κεμάς]] usw. gebildet, ist [[δορκάς]] ebenso wie [[δόρκος]] und [[δόρκων]] aus dem Wurzelnomen [[δόρξ]] erweitert. Wenn man von den sonst unverständlichen Formen mit ζ- ausgeht, erhält man eine direkte Übereinstimmung in einem keltischen Wort für [[Reh]], korn. ''yorch'', bret. ''iourc''’''h'' [[Reh]], kymr. ''iwrch'' [[caprea mas]], idg. *''i̯ork''-''o''-. Die δ-Formen beruhen auf volksetymologischem Anschluß an [[δέρκομαι]]; [[ἴορκος]] usw. können keltische (galatische) LW sein. — Sommer Lautst. 147f.<br />'''Page''' 1,410
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[εἶδος]] ἐλαφιοῦ μέ [[μεγάλα]] καί ἀστραφτερά μάτια, ζαρκάδι). Ἀπό τό [[δέρκομαι]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}