Anonymous

κάκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaktos
|Transliteration C=kaktos
|Beta Code=ka/ktos
|Beta Code=ka/ktos
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cardoon]], [[Cynara Cardunculus]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.4.10</span>, Philet. 16, <span class="bibl">Theoc.10.4</span>, <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>8</span>, Dsc.<span class="title">Alex.</span>33. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[κάκτος]], [[]], [[the fruit]], μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι <span class="bibl">Epich.159</span>; also the edible leaf, Thphr.l.c.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cardoon]], [[Cynara cardunculus]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.''Mir.''8, Dsc.''Alex.''33.<br><span class="bld">2</span> [[κάκτος]], ὁ, the [[fruit]], μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, [[Theophrastus|Thphr.]] l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάκτος''': , Λατ. cactus, «ἡ δὲ [[κάκτος]] καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν [[ἴδιον]] δὲ παρὰ [[τἆλλα]] τὸ [[φυτόν]]· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ [[φύλλον]] ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) [[κάκτος]], ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, [[μήκων]], μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· [[ὡσαύτως]] ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=κάκτος -ου, ἡ distel (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''κάκτος:''' ἡ [[кактус]] Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και η (Α [[κάκτος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών [[φυτών]] της οικογένειας κακτίδες<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[κυνάρα]], κν. [[αγριαγκινάρα]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της κυνάρας<br /><b>3.</b> το [[φύλλο]] του καρπού της κυνάρας, το οποίο τρώγεται, [[εκτός]] από το [[αγκάθι]] που έχει στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>cactus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάκτος]].
|mltxt=ο και η (Α [[κάκτος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών [[φυτών]] της οικογένειας κακτίδες<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[κυνάρα]], κν. [[αγριαγκινάρα]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της κυνάρας<br /><b>3.</b> το [[φύλλο]] του καρπού της κυνάρας, το οποίο τρώγεται, [[εκτός]] από το [[αγκάθι]] που έχει στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>cactus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάκτος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάκτος:''' ἡ кактус Theocr.
|lstext='''κάκτος''': , Λατ. cactus, «ἡ δὲ [[κάκτος]] καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν [[ἴδιον]] δὲ παρὰ [[τἆλλα]] τὸ [[φυτόν]]· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ [[φύλλον]] ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) [[κάκτος]], ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, [[μήκων]], μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· [[ὡσαύτως]] ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάκτος -ου, ἡ distel (plant).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[a kind of thistle]], [[cardoon]], [[cactus]] (Epich., Theophr., Theoc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique [[cactus]]. From here Lat. [[cactus]]. Fur. 321, 371 thinks the <b class="b3">-κτ-</b> points to Pre-Greek and compares [[ἀκακία]].
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[a kind of thistle]], [[cardoon]], [[cactus]] (Epich., Theophr., Theoc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique [[cactus]]. From here Lat. [[cactus]]. Fur. 321, 371 thinks the <b class="b3">-κτ-</b> points to Pre-Greek and compares [[ἀκακία]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κάκτος''': {káktos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Kaktus]] (Epich., Theophr., Theok. u. a.).<br />'''Etymology''': Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. Strömberg Theophrastea 102. Davon lat. ''cactus'' usw.<br />'''Page''' 1,759
|ftr='''κάκτος''': {káktos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Kaktus]] (Epich., Theophr., Theok. u. a.).<br />'''Etymology''': Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. Strömberg Theophrastea 102. Davon lat. ''cactus'' usw.<br />'''Page''' 1,759
}}
}}