Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαφηνής: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=safinis
|Transliteration C=safinis
|Beta Code=safhnh/s
|Beta Code=safhnh/s
|Definition=Dor. [[σαφανής]], [[σαφανές]], = [[σαφής]], [[clear]], [[obvious]], [[truthful]] Id.Pers.635 (lyr.), 738 (troch.), S.Tr.892; [[τὸ σαφανές]] = the [[plain]] [[truth]], Pi.O.10(11).55: [[σαφήνη]] is [[corrupt]] in A.Ch.197, cf. foreg. Adv. [[σαφηνῶς]] Thgn.963 (but [[σαφηνέως]] is the better reading); Ion. [[σαφηνέως]] Hdt. (who never has the Adj.), with the Verbs [[εἰπεῖν]], [[λέγεσθαι]], [[ἐξαγγέλλεσθαι]], 1.140, 3.122, 6.82; τὰ λοιπά σοι φράσω [[σαφηνῶς]] = I will tell you plainly the troubles that remain for you A.Pr.781.
|Definition=Dor. [[σαφανής]], [[σαφανές]], = [[σαφής]], [[clear]], [[obvious]], [[truthful]] Id.Pers.635 (lyr.), 738 (troch.), S.Tr.892; [[τὸ σαφανές]] = [[the plain truth]], Pi.O.10(11).55: [[σαφήνη]] is [[corrupt]] in A.Ch.197, cf. [[σαφηνέω]] Adv. [[σαφηνῶς]] Thgn.963 (but [[σαφηνέως]] is the better reading); Ion. [[σαφηνέως]] Hdt. (who never has the Adj.), with the Verbs [[εἰπεῖν]], [[λέγεσθαι]], [[ἐξαγγέλλεσθαι]], 1.140, 3.122, 6.82; τὰ λοιπά σοι φράσω [[σαφηνῶς]] = I will tell you plainly the troubles that remain for you A.Pr.781.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0866.png Seite 866]] ές, dor. [[σαφανής]]; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; [[λόγος]] κρατεῖ [[σαφηνής]], Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = [[σαφής]]. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. [[σαφηνέως]], oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, [[σαφηνέως]] εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0866.png Seite 866]] ές, dor. [[σαφανής]]; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; [[λόγος]] κρατεῖ [[σαφηνής]], Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = [[σαφής]]. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. [[σαφηνέως]], oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, [[σαφηνέως]] εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82.
}}
{{ls
|lstext='''σᾰφηνής''': Δωρικ. -ᾱνής, ές, = [[σαφής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ [[ἀλήθεια]], Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] ἔχει τὸ ἐπίθετ.) μετὰ τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι [[φράσσω]] σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[σαφής]].<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[σαφής]].<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαφηνής -ές, Dor. σαφᾱνής [σαφής] duidelijk, zeker, waarachtig; subst. τὸ σαφηνές de waarheid; Pind.; adv. σαφηνῶς, Ion. σαφηνέως op duidelijke wijze, met zekerheid.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰφηνής:''' дор. [[σαφανής|σᾰφᾱνής]] 2 Pind., Aesch., Soph. = [[σαφής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σαφανής]] Α<br />[[σαφής]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῦτο κοὐκ ἑνὶ [[στάσις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφηνές</i><br />η απλή και καθαρή [[αλήθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαφηνῶς</i> και ιων. τ. [[σαφηνέως]] Α<br />(συν. με λεκτικά ρήματα) με [[σαφήνεια]], με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηνής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἆνος</i> «όψη, [[πρόσωπο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>ηνής</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[πρηνής]])].<br /> <b>(II)</b><br />-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνής]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το [[αίμα]] του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα [[κάτω]] [[άκρα]] (α. «[[μείζων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]» β. «[[ελάσσων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] [[νεύρο]]» — [[κλάδος]] του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται [[μαζί]] με τη μείζονα σαφηνή [[φλέβα]] [[μέχρι]] το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saphenous vein</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saphena</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>s</i><i>ā</i><i>f</i><i>ī</i><i>n</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σαφανής]] Α<br />[[σαφής]] («[[λόγος]] κρατεῖ σαφηνὴς τοῦτο κοὐκ ἑνὶ [[στάσις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφηνές</i><br />η απλή και καθαρή [[αλήθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαφηνῶς</i> και ιων. τ. [[σαφηνέως]] Α<br />(συν. με λεκτικά ρήματα) με [[σαφήνεια]], με [[βεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηνής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἆνος</i> «όψη, [[πρόσωπο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>ηνής</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[πρηνής]])].<br /> <b>(II)</b><br />-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνής]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το [[αίμα]] του επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα [[κάτω]] [[άκρα]] (α. «[[μείζων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]» β. «[[ελάσσων]] [[σαφηνής]] [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] [[νεύρο]]» — [[κλάδος]] του μηριαίου νεύρου, που πορεύεται [[μαζί]] με τη μείζονα σαφηνή [[φλέβα]] [[μέχρι]] το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saphenous vein</i> <span style="color: red;"><</span> <i>saphena</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>s</i><i>ā</i><i>f</i><i>ī</i><i>n</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰφηνής:''' Δωρ. -ᾱνής, <i>-ές</i>, = [[σαφής]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τὸ σαφανές</i>, καθαρή, αδιαμφισβήτητη [[αλήθεια]], σε Πίνδ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θέογν., Αισχύλ.· Ιων. -[[νέως]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σᾰφηνής:''' Δωρ. -ᾱνής, <i>-ές</i>, = [[σαφής]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>τὸ σαφανές</i>, καθαρή, αδιαμφισβήτητη [[αλήθεια]], σε Πίνδ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Θέογν., Αισχύλ.· Ιων. -[[νέως]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σᾰφηνής:''' дор. [[σαφανής|σᾰφᾱνής]] 2 Pind., Aesch., Soph. = [[σαφής]].
|lstext='''σᾰφηνής''': Δωρικ. -ᾱνής, ές, = [[σαφής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ [[ἀλήθεια]], Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] ἔχει τὸ ἐπίθετ.) μετὰ τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι [[φράσσω]] σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.
}}
{{elnl
|elnltext=σαφηνής -ές, Dor. σαφᾱνής [σαφής] duidelijk, zeker, waarachtig; subst. τὸ σαφηνές de waarheid; Pind.; adv. σαφηνῶς, Ion. σαφηνέως op duidelijke wijze, met zekerheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj