Anonymous

ἀσφαλής: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφᾰλής''': ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, [[ἑδραῖος]], [[στερεός]], [[ἀσάλευτος]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν [[νόμιμα]] Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ [[νοῦς]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., [[πιστός]], [[βέβαιος]], ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. [[στρατηλάτης]] Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ [[ταχέως]] σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν [[εἶναι]] ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέβαιος]], [[ἀναμφίβολος]], Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, [[ἀκίνδυνος]], [[ἀβλαβής]], [[ἀσφαλής]], Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ. <br />Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. [[ῥήτωρ]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. [[ἀσφάλεια]] 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, [[διαμένω]] [[ἀσφαλής]], [[ἑδραῖος]], Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, [[ἄνευ]] διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch, πρβλ. [[μειλίχιος]]), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ μετὰ συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ μετὰ πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, μετὰ βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
|lstext='''ἀσφᾰλής''': ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, [[ἑδραῖος]], [[στερεός]], [[ἀσάλευτος]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν [[ἕδος]] ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν [[νόμιμα]] Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ [[νοῦς]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., [[πιστός]], [[βέβαιος]], ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. [[στρατηλάτης]] Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ [[ταχέως]] σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν [[εἶναι]] ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[βέβαιος]], [[ἀναμφίβολος]], Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, [[ἀκίνδυνος]], [[ἀβλαβής]], [[ἀσφαλής]], Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ. <br />Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· [[τὸ ἀσφαλές]] = ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. [[ῥήτωρ]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. [[ἀσφάλεια]] 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, [[διαμένω]] [[ἀσφαλής]], [[ἑδραῖος]], Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, [[ἄνευ]] διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 ([[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch, πρβλ. [[μειλίχιος]]), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ μετὰ συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ μετὰ πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, μετὰ βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui ne glisse pas <i>ou</i> ne tombe pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ferme, solide;<br /><b>2</b> sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; <i>en parl. d’un orateur</i> persuasif;<br /><b>II.</b> qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; [[ἐν]] ἀσφαλεῖ THC, [[ἐν]] [[τῷ]] ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; <i>neutre adv.</i> ἀσφαλὲς [[αἰεί]] OD <i>ou</i> ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[αἰεί]] IL solidement et sûrement pour toujours;<br /><b>III.</b> qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;<br /><i>Cp.</i> ἀσφαλέστερος, <i>Sp.</i> ἀσφαλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφάλλω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui ne glisse pas <i>ou</i> ne tombe pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ferme, solide;<br /><b>2</b> sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; <i>en parl. d’un orateur</i> persuasif;<br /><b>II.</b> qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; [[ἐν]] ἀσφαλεῖ THC, [[ἐν]] [[τῷ]] ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; [[τὸ ἀσφαλές]] = la sécurité ; <i>neutre adv.</i> ἀσφαλὲς [[αἰεί]] OD <i>ou</i> ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[αἰεί]] IL solidement et sûrement pour toujours;<br /><b>III.</b> qui met en sûreté : [[τὸ ἀσφαλές]] = place de sûreté, place forte;<br /><i>Cp.</i> ἀσφαλέστερος, <i>Sp.</i> ἀσφαλέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφάλλω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀσφᾰλής) -ές<br /><b class="num">I</b> de cosas y abstr.<br /><b class="num">1</b> en sent. físico [[firme]], [[inconmovible]] θεῶν [[ἕδος]] <i>Od</i>.6.42, cf. Hes.<i>Th</i>.117, 128, Pi.<i>N</i>.6.3, Plu.<i>Per</i>.39, ἀνδρῶν ... ἕρκος ... ἀσφαλές A.<i>Pers</i>.349, χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι hay que cortar el hueso y hacer en él un punto seguro para la palanca</i> Hp.<i>Fract</i>.31, [[βάθρον]] πολίων ἀσφαλές de Corinto, Pi.<i>O</i>.13.6, πύργος ἀ. E.<i>Med</i>.390, [[βάσις]] Pl.<i>Ti</i>.55e, [[LXX]] <i>Sap</i>.4.3, ὄχημα X.<i>An</i>.3.2.19, ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο Theoc.2.34, ἀσφαλὲς οὖδας tierra firme</i> Call.<i>Del</i>.306, ἀσφαλέεσι ... μετὰ ποσσὶν ὁδεύει Nic.<i>Al</i>.73, θεμέλιον 1<i>Ep.Clem</i>.33.3, [[ἄγκυρα]] <i>Ep.Hebr</i>.6.19, ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν [[LXX]] <i>Pr</i>.8.28<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin fallar]] ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων <i>Il</i>.15.683, cf. A.<i>Supp</i>.91<br /><b class="num">•</b>fig. del destino [[seguro]], [[sin tropiezos]] μοῖρα A.<i>A</i>.1588, αἶσα B.13.66<br /><b class="num">•</b>de vínculos [[firme]], [[seguro]] ἀσφαλὲς ὔμμιν ζεῦγμα Antag.3.4, δεσμὸς ... τῆς νεότητος ἀσφαλέστατος Plu.2.13f<br /><b class="num">•</b>de propósitos, convencimientos, decisiones, etc. [[firme]], [[inflexible]] βουλεύματα A.<i>A</i>.1347, νοῦς S.<i>Fr</i>.351, πεῖσμα Pl.<i>Lg</i>.893b, de leyes ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.<i>Ant</i>.454<br /><b class="num">•</b>de un precio [[fijo]], <i>PIFAO</i> 2.34.8 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>del lenguaje [[firme]], [[sin vacilación]] κατάλεξις Demetr.<i>Eloc</i>.19, del ritmo, Demetr.<i>Eloc</i>.41.<br /><b class="num">2</b> [[seguro]], [[no sometido a riesgos]] de adquisiciones, posesiones, etc. κτήματα Democr.B 77, cf. 3, εἶναι ... ἐπιστήμην κατάληψιν ἀσφαλῆ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.26, ἕξις Isoc.8.90, βέβαιον μηδὲν νομίζειν μηδὲ ἀσφαλὲς εἶναι ὅ τι ἂν παρ' αὐτῆς (Τύχης) τις λάβῃ Ceb.31, τἄμ' ἐγίγνετ' ἀσφαλῆ E.<i>Heracl</i>.1004, de caminos o vías de escape δρόμοι S.<i>El</i>.741, ἔξοδος S.<i>OC</i> 1288, [[ἔκδυσις]] Hdt.3.146, κέλευθος E.<i>Heracl</i>.1048, ὁδός [[LXX]] <i>To</i>.5.17S, τρίβος [[LXX]] <i>Sap</i>.14.3, de lugares πόλις E.<i>Rh</i>.475, τὸ ... Χαλκιδικὸν τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ ἀσφαλές el elemento calcídico está a salvo gracias al parentesco jonio</i> Th.4.61, διὰ οἰκεομένης τε ἡ ὁδὸς ἅπασα καὶ ἀσφαλέος todo el camino es por territorio habitado y seguro</i> Hdt.5.52, τῶν ἰδιωτῶν [[βίος]] ἀ. D.10.70, de naves o viajes ποῖα τῶν πλοίων ἀσφαλέστερα ...; Hierocl.<i>Facet</i>.206, σκόπει ... ὅπως ἀσφαλεστέραν ... ποιήσαιο τὴν ἐπάνοδον E.<i>Ep</i>.2.12, ξενία ἀ. estancia libre de riesgos</i>, <i>POxy</i>.2721.28 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. παρθένος ... δρακεῖσ' ἀσφαλές doncella que mira a salvo de todo riesgo</i> Pi.<i>P</i>.2.20, ἵνα ... ἀσφαλέστερον ἄρχοι para reinar con mayor seguridad</i> Hdt.2.161, διαπορευθῆναι Pl.<i>Phd</i>.85d, ἀσφαλέστερον ποιήσατε actuad con mayor prudencia</i> Th.5.85, cf. A.<i>Supp</i>.147, Ar.<i>Au</i>.1489, <i>PSarap</i>.97.16 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en or. nominal c. suj. inf. οὐ ἀσφαλὲς λέγειν τὰ λεγόμενα Hdt.3.75, [[εἰπεῖν]] ... οὔτ' ἐμοὶ τόδ' ἀσφαλές E.<i>Ph</i>.891, cf. D.8.64, 65, οὐ ... ἀσφαλὲς ξενοκρατεῖσθαι Aen.Tact.12.4<br /><b class="num">•</b>medic. ἀ. ... θεράπεια tratamiento carente de riesgos</i> Mnesith.Ath.48.5<br /><b class="num">•</b>de pacientes [[fuera de peligro]] Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 31, <i>Coac</i>.251<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀσφαλὲς διαχειρίζειν practicar una operación fuera de todo riesgo</i> Hp.<i>Prog</i>.23, cf. <i>Prorrh</i>.2.6<br /><b class="num">•</b>en giros prep. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ a salvo de peligros</i> Th.1.137, 8.39, Pl.<i>Lg</i>.892e, Aen.Tact.16.12, I.<i>BI</i> 7.27, D.C.40.2.2, 52.19.3, ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἔσεσθε ἔξω X.<i>Cyr</i>.7.1.21, ἐν ἀσφαλεστάτῳ X.<i>An</i>.1.8.22, ἐν ἀσφαλεῖ ποιῆσαι poner bajo custodia a un prisionero</i>, <i>PMasp</i>.92.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀσφαλεῖ c. gen. τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου el excesivo celo no resulta seguro para la vida</i> E.<i>Hipp</i>.785, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ μηδὲν παθεῖν a salvo de sufrir</i> X.<i>Cyr</i>.3.3.31, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ λαλεῖν Men.<i>Sam</i>.240, ἐξ ἀσφαλοῦς desde lugar seguro</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.16, ἐς ἀσφαλές para seguridad</i> Thphr.<i>CP</i> 4.11.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[seguridad]] op. al peligro τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαμβάνειν ponerse a salvo</i> Th.3.22, τὸ τῶν πνευμάτων ἀσφαλές D.4.32, ἕως ... τὸ πλῆθος ... τἀσφαλοῦς ἁψάμενον τύχοι I.<i>AI</i> 5.19, gener. ὅπως αὐτὸς ἐν τῷ ἀσφαλεῖ καταστῇ εἶναι D.Chr.1.25, μετὰ τοῦ αὐτῆς ἀσφαλοῦς sin riesgo para ella</i> Plot.4.8.7, τὸ ἀσφαλὲς καὶ ἀ[μέ] ριμνόν σοι ὑπ' ἐμοῦ ὑπαρχθῆναι <i>PCair.Isidor</i>.94.15 (IV d.C.), τὸ ἀσφαλὲς τοῦ πράγματος περὶ οὗ κατέπλευσα <i>PSarap</i>.80.3 (II d.C.), λαβεῖν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῶν vigilarlos</i>, <i>POxy</i>.158.3 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">3</b> de palabras, opiniones, etc. [[cierto]], [[seguro]] [[δόκησις]] E.<i>Hel</i>.121, τεκμήριον E.<i>Rh</i>.94, λέγειν ἵν' ἀσφαλές E.<i>Fr</i>.413.2, πρόνοια Th.4.108, τήρησις Th.7.86, ἀσφαλές τι γράψαι <i>Act.Ap</i>.25.26, βέβαιον ... καὶ ἀσφαλές de una suposición, S.E.<i>M</i>.8.374, γνῶσις 1<i>Ep.Clem</i>.1.2, Aristid.Quint.4.24, ἐπὶ Κύριον ἀ. de la sabiduría como un (camino) seguro hacia el Señor</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.3.18<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ἵνα τὴν ... ἀξίωσιν ἀσφαλέστερον προειδῆτε para que veáis más claramente la petición</i> Th.1.37<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la verdad]] γνῶναι τὸ ἀ. <i>Act.Ap</i>.21.34, ἐπίγνωθι ... τὸ ἀσφαλὲς τί Πολεῖς διδοῖ τοῖς [[αὑτοῦ]] entérate de qué les paga de verdad Polis a sus obreros</i>, <i>PSarap</i>.81.6 (II d.C.).<br /><b class="num">4</b> subst. τὸ ἀ. [[documento de garantía]], [[recibo]], <i>BGU</i> 984.14 (IV d.C.), ἱκανὸν ἀσφαλὲς [[αὐτοῦ]] λα[μβάν] ειν <i>PWisc</i>.33.8, 22 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> en sent. físico [[sólido]] οὐ ... οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι no son los más sólidos los hombres grandes y de anchas espaldas</i> S.<i>Ai</i>.1251 (pero implicando tb. el sent. II 2)<br /><b class="num">•</b>como epít. de Posidón [[que evita el terremoto]] pero c. igual implicación <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.555 (Epidauro); cf. [[ἀσφάλειος]].<br /><b class="num">2</b> [[digno de confianza]], [[seguro]], [[que no falla]] μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας, ἀλλ' ... [[ἀσφαλής]] Democr.B 91, νέους ... οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους E.<i>Hipp</i>.968, φίλοι E.<i>Fr</i>.736, ἀ. ῥήτωρ orador convincente</i> de Odiseo, X.<i>Mem</i>.4.6.15, καρδίαι ... ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς [[LXX]] <i>Pr</i>.15.7, [[ἄνθρωπος]] ref. a un trabajador <i>PAlex.Giss</i>.38.7 (II d.C.), de un mensajero <i>POxy</i>.2726.23 (II d.C.), c. inf. φρονεῖν ... οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς S.<i>OT</i> 617, γυναῖκες ἔσμεν ... σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματα ἀσφαλέσταται somos mujeres, las más dignas de confianza cuando se trata de salvar asuntos comunes</i> E.<i>IT</i> 1062.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀσφαλῶς]] jón. [[ἀσφαλέως]]<br /><b class="num">1</b> [[fija]], [[firmemente]] μένον <i>Il</i>.17.436, cf. <i>Od</i>.17.235, ἔχει <i>Il</i>.23.325, [[ἀσφαλῶς]] εβηκῶς ποσσί caminando bien firme sobre sus pies</i> Archil.166, πόρπασον ἀ. clava firmemente</i> A.<i>Pr</i>.61, ἵνα βαδίσῃ Ισραηλ ἀ. τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ para que Israel camine sobre firme en la gloria de Dios</i> [[LXX]] <i>Ba</i>.5.7<br /><b class="num">•</b>[[sin vacilar]] ἀ. θέει <i>Il</i>.13.141, ἀ. ἀγορεύει <i>Od</i>.8.171, cf. Hes.<i>Th</i>.86, ἐνδόκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀ. deteniéndose sin vacilar junto a las emboscadas de los enemigos</i> Archil.211.4.<br /><b class="num">2</b> [[en seguro]], [[fuera de riesgos]] ἐκπλεῦσαι Th.6.24, ἡμῶν ... ἀ. προνοουμένων Th.1.84, βουλεύσασθαι And.3.34, ἀληθεύειν Numen.23.13, ἔχειν ἀ. D.3.2, <i>ICr</i>.3.4.2.12 (III a.C.), ἀ. ἅπασαν τὴν Ἀσίαν καρπωσόμεθα explotaremos sin riesgos toda Asia</i> Isoc.4.166, εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀ. [[LXX]] <i>Ge</i>.34.25<br /><b class="num">•</b>[[con cautela]], [[prudentemente]] ἀ. θέσθαι Th.4.18, Plb.9.9.11.<br /><b class="num">3</b> [[de manera segura]], [[de manera cierta]] ἐν χρόνῳ γνώσῃ τάδ' ἀ. S.<i>OT</i> 613, δηλῶσαι Aen.Tact.31.28, γράψασθαι ref. a Platón, Numen.24.62, μαθῆσαι <i>SB</i> 9832.16 (II d.C.), [[κρίνειν]] Gal.9.709, tb. compar. [[ἀσφαλεστέρως]] ... [[προλέγειν]] = [[predecir]] con [[mayor]] [[acierto]] Hp.<i>Prorrh</i>.2.15.
|dgtxt=(ἀσφᾰλής) -ές<br /><b class="num">I</b> de cosas y abstr.<br /><b class="num">1</b> en sent. físico [[firme]], [[inconmovible]] θεῶν [[ἕδος]] <i>Od</i>.6.42, cf. Hes.<i>Th</i>.117, 128, Pi.<i>N</i>.6.3, Plu.<i>Per</i>.39, ἀνδρῶν ... ἕρκος ... ἀσφαλές A.<i>Pers</i>.349, χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι hay que cortar el hueso y hacer en él un punto seguro para la palanca</i> Hp.<i>Fract</i>.31, [[βάθρον]] πολίων ἀσφαλές de Corinto, Pi.<i>O</i>.13.6, πύργος ἀ. E.<i>Med</i>.390, [[βάσις]] Pl.<i>Ti</i>.55e, [[LXX]] <i>Sap</i>.4.3, ὄχημα X.<i>An</i>.3.2.19, ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο Theoc.2.34, ἀσφαλὲς οὖδας tierra firme</i> Call.<i>Del</i>.306, ἀσφαλέεσι ... μετὰ ποσσὶν ὁδεύει Nic.<i>Al</i>.73, θεμέλιον 1<i>Ep.Clem</i>.33.3, [[ἄγκυρα]] <i>Ep.Hebr</i>.6.19, ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν [[LXX]] <i>Pr</i>.8.28<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin fallar]] ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων <i>Il</i>.15.683, cf. A.<i>Supp</i>.91<br /><b class="num">•</b>fig. del destino [[seguro]], [[sin tropiezos]] μοῖρα A.<i>A</i>.1588, αἶσα B.13.66<br /><b class="num">•</b>de vínculos [[firme]], [[seguro]] ἀσφαλὲς ὔμμιν ζεῦγμα Antag.3.4, δεσμὸς ... τῆς νεότητος ἀσφαλέστατος Plu.2.13f<br /><b class="num">•</b>de propósitos, convencimientos, decisiones, etc. [[firme]], [[inflexible]] βουλεύματα A.<i>A</i>.1347, νοῦς S.<i>Fr</i>.351, πεῖσμα Pl.<i>Lg</i>.893b, de leyes ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.<i>Ant</i>.454<br /><b class="num">•</b>de un precio [[fijo]], <i>PIFAO</i> 2.34.8 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>del lenguaje [[firme]], [[sin vacilación]] κατάλεξις Demetr.<i>Eloc</i>.19, del ritmo, Demetr.<i>Eloc</i>.41.<br /><b class="num">2</b> [[seguro]], [[no sometido a riesgos]] de adquisiciones, posesiones, etc. κτήματα Democr.B 77, cf. 3, εἶναι ... ἐπιστήμην κατάληψιν ἀσφαλῆ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.26, ἕξις Isoc.8.90, βέβαιον μηδὲν νομίζειν μηδὲ ἀσφαλὲς εἶναι ὅ τι ἂν παρ' αὐτῆς (Τύχης) τις λάβῃ Ceb.31, τἄμ' ἐγίγνετ' ἀσφαλῆ E.<i>Heracl</i>.1004, de caminos o vías de escape δρόμοι S.<i>El</i>.741, ἔξοδος S.<i>OC</i> 1288, [[ἔκδυσις]] Hdt.3.146, κέλευθος E.<i>Heracl</i>.1048, ὁδός [[LXX]] <i>To</i>.5.17S, τρίβος [[LXX]] <i>Sap</i>.14.3, de lugares πόλις E.<i>Rh</i>.475, τὸ ... Χαλκιδικὸν τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ ἀσφαλές el elemento calcídico está a salvo gracias al parentesco jonio</i> Th.4.61, διὰ οἰκεομένης τε ἡ ὁδὸς ἅπασα καὶ ἀσφαλέος todo el camino es por territorio habitado y seguro</i> Hdt.5.52, τῶν ἰδιωτῶν [[βίος]] ἀ. D.10.70, de naves o viajes ποῖα τῶν πλοίων ἀσφαλέστερα ...; Hierocl.<i>Facet</i>.206, σκόπει ... ὅπως ἀσφαλεστέραν ... ποιήσαιο τὴν ἐπάνοδον E.<i>Ep</i>.2.12, ξενία ἀ. estancia libre de riesgos</i>, <i>POxy</i>.2721.28 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. παρθένος ... δρακεῖσ' ἀσφαλές doncella que mira a salvo de todo riesgo</i> Pi.<i>P</i>.2.20, ἵνα ... ἀσφαλέστερον ἄρχοι para reinar con mayor seguridad</i> Hdt.2.161, διαπορευθῆναι Pl.<i>Phd</i>.85d, ἀσφαλέστερον ποιήσατε actuad con mayor prudencia</i> Th.5.85, cf. A.<i>Supp</i>.147, Ar.<i>Au</i>.1489, <i>PSarap</i>.97.16 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en or. nominal c. suj. inf. οὐ ἀσφαλὲς λέγειν τὰ λεγόμενα Hdt.3.75, [[εἰπεῖν]] ... οὔτ' ἐμοὶ τόδ' ἀσφαλές E.<i>Ph</i>.891, cf. D.8.64, 65, οὐ ... ἀσφαλὲς ξενοκρατεῖσθαι Aen.Tact.12.4<br /><b class="num">•</b>medic. ἀ. ... θεράπεια [[tratamiento]] [[carente]] de riesgos</i> Mnesith.Ath.48.5<br /><b class="num">•</b>de pacientes [[fuera de peligro]] Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 31, <i>Coac</i>.251<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀσφαλὲς [[διαχειρίζειν]] = [[practicar]] una [[operación]] fuera de todo [[riesgo]]</i> Hp.<i>Prog</i>.23, cf. <i>Prorrh</i>.2.6<br /><b class="num">•</b>en giros prep. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ a salvo de peligros</i> Th.1.137, 8.39, Pl.<i>Lg</i>.892e, Aen.Tact.16.12, I.<i>BI</i> 7.27, D.C.40.2.2, 52.19.3, ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἔσεσθε ἔξω X.<i>Cyr</i>.7.1.21, ἐν ἀσφαλεστάτῳ X.<i>An</i>.1.8.22, ἐν ἀσφαλεῖ ποιῆσαι poner bajo custodia a un prisionero</i>, <i>PMasp</i>.92.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀσφαλεῖ c. gen. τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου el excesivo celo no resulta seguro para la [[vida]]</i> E.<i>Hipp</i>.785, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ μηδὲν παθεῖν a salvo de sufrir</i> X.<i>Cyr</i>.3.3.31, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ λαλεῖν Men.<i>Sam</i>.240, ἐξ ἀσφαλοῦς desde lugar seguro</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.16, [[ἐς ἀσφαλές]] = [[para seguridad]]</i> Thphr.<i>CP</i> 4.11.10<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀσφαλές]] = [[seguridad]] op. al [[peligro]] τοῦ ἀσφαλοῦς [[ἀντιλαμβάνειν]] [[ponerse]] a [[salvo]]</i> Th.3.22, τὸ τῶν πνευμάτων ἀσφαλές D.4.32, ἕως ... τὸ [[πλῆθος]] ... τἀσφαλοῦς ἁψάμενον τύχοι I.<i>AI</i> 5.19, gener. ὅπως αὐτὸς ἐν τῷ ἀσφαλεῖ καταστῇ εἶναι D.Chr.1.25, μετὰ τοῦ αὐτῆς ἀσφαλοῦς sin riesgo para ella</i> Plot.4.8.7, τὸ ἀσφαλὲς καὶ ἀμέριμνόν σοι ὑπ' ἐμοῦ ὑπαρχθῆναι <i>PCair.Isidor</i>.94.15 (IV d.C.), τὸ ἀσφαλὲς τοῦ πράγματος περὶ οὗ κατέπλευσα <i>PSarap</i>.80.3 (II d.C.), λαβεῖν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῶν vigilarlos</i>, <i>POxy</i>.158.3 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">3</b> de palabras, opiniones, etc. [[cierto]], [[seguro]] [[δόκησις]] E.<i>Hel</i>.121, τεκμήριον E.<i>Rh</i>.94, λέγειν ἵν' ἀσφαλές E.<i>Fr</i>.413.2, πρόνοια Th.4.108, τήρησις Th.7.86, ἀσφαλές τι γράψαι <i>Act.Ap</i>.25.26, βέβαιον ... καὶ ἀσφαλές de una [[suposición]], S.E.<i>M</i>.8.374, [[γνῶσις]] 1<i>Ep.Clem</i>.1.2, Aristid.Quint.4.24, ἐπὶ Κύριον ἀ. de la [[sabiduría]] como un ([[camino]]) seguro hacia el Señor</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.3.18<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ἵνα τὴν ... ἀξίωσιν ἀσφαλέστερον προειδῆτε para que veáis más claramente la petición</i> Th.1.37<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀσφαλές]] = [[la verdad]] γνῶναι [[τὸ ἀσφαλές]] <i>Act.Ap</i>.21.34, ἐπίγνωθι ... τὸ ἀσφαλὲς τί Πολεῖς διδοῖ τοῖς [[αὑτοῦ]] entérate de qué les paga de verdad Polis a sus obreros</i>, <i>PSarap</i>.81.6 (II d.C.).<br /><b class="num">4</b> subst. [[τὸ ἀσφαλές]] = [[documento de garantía]], [[recibo]], <i>BGU</i> 984.14 (IV d.C.), ἱκανὸν ἀσφαλὲς [[αὐτοῦ]] [[λαμβάνειν]] <i>PWisc</i>.33.8, 22 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> en sent. físico [[sólido]] οὐ ... οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι no son los más sólidos los hombres grandes y de anchas espaldas</i> S.<i>Ai</i>.1251 (pero implicando tb. el sent. II 2)<br /><b class="num">•</b>como epít. de Posidón [[que evita el terremoto]] pero c. igual implicación <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.555 (Epidauro); cf. [[ἀσφάλειος]].<br /><b class="num">2</b> [[digno de confianza]], [[seguro]], [[que no falla]] μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας, ἀλλ' ... [[ἀσφαλής]] Democr.B 91, νέους ... οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους E.<i>Hipp</i>.968, φίλοι E.<i>Fr</i>.736, ἀ. ῥήτωρ orador convincente</i> de Odiseo, X.<i>Mem</i>.4.6.15, καρδίαι ... ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς [[LXX]] <i>Pr</i>.15.7, [[ἄνθρωπος]] ref. a un [[trabajador]] <i>PAlex.Giss</i>.38.7 (II d.C.), de un mensajero <i>POxy</i>.2726.23 (II d.C.), c. inf. φρονεῖν ... οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς S.<i>OT</i> 617, γυναῖκες ἔσμεν ... σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματα ἀσφαλέσταται somos mujeres, las más dignas de confianza cuando se trata de salvar asuntos comunes</i> E.<i>IT</i> 1062.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀσφαλῶς]] jón. [[ἀσφαλέως]]<br /><b class="num">1</b> [[fija]], [[firmemente]] μένον <i>Il</i>.17.436, cf. <i>Od</i>.17.235, ἔχει <i>Il</i>.23.325, [[ἀσφαλῶς]] εβηκῶς ποσσί caminando bien firme sobre sus pies</i> Archil.166, πόρπασον ἀ. clava firmemente</i> A.<i>Pr</i>.61, ἵνα βαδίσῃ Ισραηλ ἀ. τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ para que Israel camine sobre firme en la gloria de Dios</i> [[LXX]] <i>Ba</i>.5.7<br /><b class="num">•</b>[[sin vacilar]] ἀ. θέει <i>Il</i>.13.141, ἀ. ἀγορεύει <i>Od</i>.8.171, cf. Hes.<i>Th</i>.86, ἐνδόκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀ. deteniéndose sin [[vacilar]] junto a las emboscadas de los enemigos</i> Archil.211.4.<br /><b class="num">2</b> [[en seguro]], [[fuera de riesgos]] ἐκπλεῦσαι Th.6.24, ἡμῶν ... ἀ. προνοουμένων Th.1.84, βουλεύσασθαι And.3.34, [[ἀληθεύειν]] Numen.23.13, ἔχειν ἀ. D.3.2, <i>ICr</i>.3.4.2.12 (III a.C.), ἀ. ἅπασαν τὴν Ἀσίαν καρπωσόμεθα [[explotar]]emos sin riesgos toda Asia</i> Isoc.4.166, εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀ. [[LXX]] <i>Ge</i>.34.25<br /><b class="num">•</b>[[con cautela]], [[prudentemente]] ἀ. θέσθαι Th.4.18, Plb.9.9.11.<br /><b class="num">3</b> [[de manera segura]], [[de manera cierta]] ἐν χρόνῳ γνώσῃ τάδ' ἀ. S.<i>OT</i> 613, δηλῶσαι Aen.Tact.31.28, γράψασθαι ref. a Platón, Numen.24.62, μαθῆσαι <i>SB</i> 9832.16 (II d.C.), [[κρίνειν]] Gal.9.709, tb. compar. [[ἀσφαλεστέρως]] ... [[προλέγειν]] = [[predecir]] con [[mayor]] [[acierto]] Hp.<i>Prorrh</i>.2.15.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR