Anonymous

πωτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potaomai
|Transliteration C=potaomai
|Beta Code=pwta/omai
|Beta Code=pwta/omai
|Definition=Ep. impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> πωτῶντο <span class="bibl">Il.12.287</span>: Dor. fut. <b class="b3">πωτάομαι [ᾱ</b>] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1013</span>: aor. ἐπωτήθην <span class="title">AP</span>7.699, (ἐξ-) <span class="bibl">Babr.12.1</span>:—poet. Frequentat. of [[ποτάομαι]], [[fly about]], λίθοι πωτῶντο Il. [[l.c.]]; σπινθαρίδες <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>442</span>; ψυχαὶ ἀσεβέων . . πωτῶνται ἐν ἄλγεσι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>132.1</span> (sed leg. [[ποτῶνται]]) ; πωτῶντο . . μέλισσαι <span class="bibl">Theoc.7.142</span>; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα <span class="bibl">Q.S.5.437</span>; Ion. impf. <b class="b3">πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη</b> Orac. ap. Marin.<span class="title">Procl.</span>28.</span>
|Definition=Ep. impf. πωτῶντο Il.12.287: Dor. fut. πωτάομαι [ᾱ] Ar.''Lys.''1013: aor. ἐπωτήθην ''AP''7.699, (ἐξ-) Babr.12.1:—poet. Frequentat. of [[ποτάομαι]], [[fly about]], λίθοι πωτῶντο Il. [[l.c.]]; σπινθαρίδες ''h.Ap.''442; ψυχαὶ ἀσεβέων.. πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Pi.''Fr.''132.1 (sed leg. [[ποτῶνται]]); πωτῶντο.. μέλισσαι Theoc.7.142; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα Q.S.5.437; Ion. impf. <b class="b3">πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη</b> Orac. ap. Marin.''Procl.''28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] ep. = [[πέτομαι]], [[ποτάομαι]], [[fliegen]]; λίθοι πωτῶντο θαμειαί, Il. 12, 287; σπινθαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] ep. = [[πέτομαι]], [[ποτάομαι]], [[fliegen]]; λίθοι πωτῶντο θαμειαί, Il. 12, 287; σπινθαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πωτάομαι''': Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. [[πωτάομαι]] [ᾱ] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ [[εἶναι]] [[τύπος]] θαμαιστικός, ὡς τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], τὸ [[πωλέομαι]] τοῦ πολέομαι, κτλ.), [[περιπέτομαι]], [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται [[ἄμβροτος]] [[αἴγλη]] Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> πωτήσομαι, <i>ao.</i> ἐπωτήθην;<br />[[s'envoler]], [[voler]].<br />'''Étymologie:''' forme renforcée de [[ποτάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πωτάομαι [πέτομαι] ep. imperf. 3 plur. πωτῶντο, vliegen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> πωτήσομαι, <i>ao.</i> ἐπωτήθην;<br />s'envoler, voler.<br />'''Étymologie:''' forme renforcée de [[ποτάομαι]].
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с ᾱ, aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с , aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc.
|lstext='''πωτάομαι''': Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. [[πωτάομαι]] [] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ [[εἶναι]] [[τύπος]] θαμαιστικός, ὡς τὸ [[στρωφάω]] τοῦ [[στρέφω]], τὸ [[πωλέομαι]] τοῦ πολέομαι, κτλ.), [[περιπέτομαι]], [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται [[ἄμβροτος]] [[αἴγλη]] Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.
}}
{{elnl
|elnltext=πωτάομαι [πέτομαι] ep. imperf. 3 plur. πωτῶντο, vliegen.
}}
}}
{{etym
{{etym