Anonymous

ὕω: Difference between revisions

From LSJ
2 bytes removed ,  22 August 2022
m
Text replacement - "s’" to "s'"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕω''': [ῡ], Ὅμ., κλπ.· μέλλ. ὕσω Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 11, Ἀριστοφ. Νεφ. 1118, 1129· ἀόρ. ὗσα Πινδ. Ο. 7. 91, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἀττ. ― Μέσ., μέλ. (ὡς παθ.) ὕσομαι [[αὐτόθι]] 14. ― Παθ. ἀόρ. [[ὕσθην]] ὁ αὐτ. 3. 10· πρκμ. ὗσμαι (ἐφυσμένος) Ξεν. Κυνηγ. 9. 5. (Ἐκ τῆς √Υ παράγεται καὶ τὸ ὑετὸς = Ὀμβρ. sav-itu· πρβλ. Σανσκρ. su, sunômi ([[ὅπερ]] [[ὅμως]], ὡς τὸ Ζενδ. hu, ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐκθλίβειν τὸν ὀπὸν τῶν φυτῶν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] sû-mas, sû-mam (lac, aqua), sû-nas (diluvium)· ― ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]], ὕδατος, ἀναφέρεται εἰς διάφορον ῥίζαν, Σανσκρ. ud, und-âmi (= βρέχω), ἴδε ἐν λ. [[ὕδωρ]]). ― Πέμπω βροχήν, βρέχω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὗε Ἰλ. Μ. 25, Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 487, Θέογν. 26· ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τὰς ἀρούρας παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 5. 7· ὁ θεὸς ὕει Ἡρόδ. 2. 13· τίς ὕει; Ἀριστοφ. Νεφ. 368, πρβλ. 370 κἑξ.· ὕσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, ἐπὶ τῶν νεφῶν, [[αὐτόθι]] 1118· ― [[ἀλλά]], 2) ἡ ὀνομαστικὴ ἤρξατο παραλειπομένη ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραφέων καὶ τὸ γ΄ [[πρόσωπον]] ὕει κεῖται ἀπροσώπως ὡς τὸ Λατ. pluit, βρέχει, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550, Ἡρόδ. 2. 22., 4. 28· ὕδατι ὗσαι ὁ αὐτ. 1. 87· εἰ ὗε, ἂν ἔβρεχεν, ὁ αὐτ. 185· ὕοντος, [[ὅταν]] βρέχῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 774· ὕοντος πολλῷ, ἐν ᾧ ἔβρεχε πολύ, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 16· πολὺ ὕσαντος, ἀφ’ οὗ ἔβρεξε πολύ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 14, 3· (ἐν ταύταις ταῖς φράσεσιν ὁ Εὐστ. ἀναγινώσκει πολλοῦ, 1769. 39)· ― [[οὕτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ τὰ νίφει, σείει, συσκοτάζει, μετὰ τοῦ ὑποκειμένου [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἢ θεὸς ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη δὲν ἔβρεξεν εἰς τὴν Θ., Ἡρόδ. 4. 151· τὴν χώραν ὗεν ὁ θεὸς Παυσ. 2. 29, 6· [[ὄμβρος]] ὗε νῆσον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116 ([[ἐντεῦθεν]] ἡ παθ. [[χρῆσις]], ἴδε κατωτ.). 4) συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὗσε χρυσόν, ἔβρεξε χρυσόν, Πινδ. Ο. 7. 91· καινὸν ἀεὶ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕει [[ὕδωρ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1280· ὕει ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους παρὰ τῷ Ἀθην. 333Α· νεφέλαι ὕουσι δρόσον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 14· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. τρόπου, βρέχω μέ…, (ὡς ἐν τῇ Λατ. εὑρίσκομεν [[ἄλλοτε]] μὲν pluit carnem, sanguinem, [[ἄλλοτε]] δὲ pluit lapidibus, Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 151), ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει, πρβλ. τὸ τοῦ Falstaff ‘let it rain potatoes’, Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 2, πρβλ. Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 333. ΙΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. βρέχομαι, [[λέων]] ὑόμενος Ὀδ. Ζ. 131· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]], ἐβράχησαν, δηλ. ἔβρεξεν εἰς τὰς Θήβας, Ἡρόδ. 3. 10· ἡ χώρη ὕεται, δηλ. βρέχει ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 2. 13, 14, 22, 25· ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ, ὀλίγον ἢ σπανίως βρέχει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 1. 193· [[σῖτος]] ὑσθεὶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4· ἠλειφόμην ὑόμενος ἰρίνῳ μύρῳ Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 8· ― [[ὄνος]] ὕομαι, [[παροιμία]] ἐπὶ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις [[ὄνος]] ὕομαι Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόσι» 1, ἴδε Φωτ. Λεξ. σ. 337, 19. 2) [[ἐνίοτε]] [[πίπτω]] ὡς [[βροχή]], ὕεται [[χρυσός]], βρέχει χρυσόν, Στράβ. 655· [[ὕδωρ]] ὑόμενον Πλούτ. 2. 912Α· ἄρτος ὕεται ἐν ἐρήμῳ Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''ὕω''': [ῡ], Ὅμ., κλπ.· μέλλ. ὕσω Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 11, Ἀριστοφ. Νεφ. 1118, 1129· ἀόρ. ὗσα Πινδ. Ο. 7. 91, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἀττ. ― Μέσ., μέλ. (ὡς παθ.) ὕσομαι [[αὐτόθι]] 14. ― Παθ. ἀόρ. [[ὕσθην]] ὁ αὐτ. 3. 10· πρκμ. ὗσμαι (ἐφυσμένος) Ξεν. Κυνηγ. 9. 5. (Ἐκ τῆς √Υ παράγεται καὶ τὸ ὑετὸς = Ὀμβρ. sav-itu· πρβλ. Σανσκρ. su, sunômi ([[ὅπερ]] [[ὅμως]], ὡς τὸ Ζενδ. hu, ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐκθλίβειν τὸν ὀπὸν τῶν φυτῶν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] sû-mas, sû-mam (lac, aqua), sû-nas (diluvium)· ― ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]], ὕδατος, ἀναφέρεται εἰς διάφορον ῥίζαν, Σανσκρ. ud, und-âmi (= βρέχω), ἴδε ἐν λ. [[ὕδωρ]]). ― Πέμπω βροχήν, βρέχω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὗε Ἰλ. Μ. 25, Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 487, Θέογν. 26· ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τὰς ἀρούρας παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 5. 7· ὁ θεὸς ὕει Ἡρόδ. 2. 13· τίς ὕει; Ἀριστοφ. Νεφ. 368, πρβλ. 370 κἑξ.· ὕσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, ἐπὶ τῶν νεφῶν, [[αὐτόθι]] 1118· ― [[ἀλλά]], 2) ἡ ὀνομαστικὴ ἤρξατο παραλειπομένη ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραφέων καὶ τὸ γ΄ [[πρόσωπον]] ὕει κεῖται ἀπροσώπως ὡς τὸ Λατ. pluit, βρέχει, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550, Ἡρόδ. 2. 22., 4. 28· ὕδατι ὗσαι ὁ αὐτ. 1. 87· εἰ ὗε, ἂν ἔβρεχεν, ὁ αὐτ. 185· ὕοντος, [[ὅταν]] βρέχῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 774· ὕοντος πολλῷ, ἐν ᾧ ἔβρεχε πολύ, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 16· πολὺ ὕσαντος, ἀφ’ οὗ ἔβρεξε πολύ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 14, 3· (ἐν ταύταις ταῖς φράσεσιν ὁ Εὐστ. ἀναγινώσκει πολλοῦ, 1769. 39)· ― [[οὕτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ τὰ νίφει, σείει, συσκοτάζει, μετὰ τοῦ ὑποκειμένου [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἢ θεὸς ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη δὲν ἔβρεξεν εἰς τὴν Θ., Ἡρόδ. 4. 151· τὴν χώραν ὗεν ὁ θεὸς Παυσ. 2. 29, 6· [[ὄμβρος]] ὗε νῆσον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116 ([[ἐντεῦθεν]] ἡ παθ. [[χρῆσις]], ἴδε κατωτ.). 4) συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὗσε χρυσόν, ἔβρεξε χρυσόν, Πινδ. Ο. 7. 91· καινὸν ἀεὶ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕει [[ὕδωρ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1280· ὕει ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους παρὰ τῷ Ἀθην. 333Α· νεφέλαι ὕουσι δρόσον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 14· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. τρόπου, βρέχω μέ…, (ὡς ἐν τῇ Λατ. εὑρίσκομεν [[ἄλλοτε]] μὲν pluit carnem, sanguinem, [[ἄλλοτε]] δὲ pluit lapidibus, Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 151), ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει, πρβλ. τὸ τοῦ Falstaff ‘let it rain potatoes', Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 2, πρβλ. Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 333. ΙΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. βρέχομαι, [[λέων]] ὑόμενος Ὀδ. Ζ. 131· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]], ἐβράχησαν, δηλ. ἔβρεξεν εἰς τὰς Θήβας, Ἡρόδ. 3. 10· ἡ χώρη ὕεται, δηλ. βρέχει ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 2. 13, 14, 22, 25· ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ, ὀλίγον ἢ σπανίως βρέχει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 1. 193· [[σῖτος]] ὑσθεὶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4· ἠλειφόμην ὑόμενος ἰρίνῳ μύρῳ Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 8· ― [[ὄνος]] ὕομαι, [[παροιμία]] ἐπὶ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις [[ὄνος]] ὕομαι Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόσι» 1, ἴδε Φωτ. Λεξ. σ. 337, 19. 2) [[ἐνίοτε]] [[πίπτω]] ὡς [[βροχή]], ὕεται [[χρυσός]], βρέχει χρυσόν, Στράβ. 655· [[ὕδωρ]] ὑόμενον Πλούτ. 2. 912Α· ἄρτος ὕεται ἐν ἐρήμῳ Γρηγ. Ναζ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly