Anonymous

ἱερουργέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierourgeo
|Transliteration C=ierourgeo
|Beta Code=i(erourge/w
|Beta Code=i(erourge/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perform sacred rites]], IG12.4.4, 8, <span class="bibl">Ph.2.94</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc., <b class="b3">ἱερουργέω τὴν κλίνην</b>, Lat. [[lectisternium facere]], <span class="title">CIG</span>(add.)<span class="bibl">4528</span> (Lebanon); <b class="b3">ἱερουργέω ζῷα</b> [[sacrifice]] them, gloss on [[σφάξαι]], <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.127</span> V.; <b class="b3">ἱερουργέω τὸ εὐαγγέλιον</b> [[minister]] the [[gospel]], <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>15.16</span>; <b class="b3">τὸν νόμον</b> [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.8</span>:—Med., [[ἱερουργία]]ς [[ἱερουργεῖσθαι]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>31</span>:—Pass., [[τὰ ἱερουργηθέντα]] = [[victims offered]], <span class="bibl">Hdn.5.5.9</span>, cf. <span class="bibl">Palaeph.51</span>; <b class="b3">ἱερουργούμεναι τελεταί</b> [[celebrated]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>3.14</span>; <b class="b3">ἱερουργούμενοι βωμοί</b> [[consecrated]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">Marc.</span>18</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[perform sacred rites]], IG12.4.4, 8, Ph.2.94, etc.<br><span class="bld">II</span> c. acc., [[ἱερουργέω τὴν κλίνην]], Lat. [[lectisternium facere]], ''CIG''(add.)4528 (Lebanon); <b class="b3">ἱερουργέω ζῷα</b> [[sacrifice]] them, ''Glossaria'' on [[σφάξαι]], Ammon.''Diff.''p.127 V.; ἱερουργέω τὸ [[εὐαγγέλιον]] = [[minister]] the [[gospel]], ''Ep.Rom.''15.16; <b class="b3">τὸν νόμον</b> [[varia lectio|v.l.]] in [[LXX]] ''4 Ma.''7.8:—Med., [[ἱερουργία]]ς [[ἱερουργεῖσθαι]] Plu.''Alex.''31:—Pass., [[τὰ ἱερουργηθέντα]] = [[victims offered]], Hdn.5.5.9, cf. Palaeph.51; <b class="b3">ἱερουργούμεναι τελεταί</b> [[celebrated]], Iamb.''VP''3.14; <b class="b3">ἱερουργούμενοι βωμοί</b> [[consecrated]], Porph.''Marc.''18.
}}
{{bailly
|btext=[[ἱερουργῶ]] :<br />s'occuper du soin de <i>en parl. des choses du culte ; Pass.</i> ἱερὰ ἱερουργεῖται LUC le sacrifice s'accomplit;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἱερουργέομαι]], [[ἱερουργοῦμαι]] célébrer une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερουργός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[heiligen]] [[Dienst]] [[verrichten]]</i>, bes. <i>[[opfern]], [[NT]]</i> und Sp., wie Hdn. 5.6.1; auch im med., s. [[ἱερουργία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερουργέω:''' (тж. ἱ. τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ NT и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) [[справлять священные обряды]], [[отправлять богослужение]]: ἱερὰ ἱερουργεῖται Luc. совершается жертвоприношение.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερουργέω''': ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, Φίλων 2. 94, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἱερουργεῖν τὴν κλίνην, στρωννύναι τὴν ἱερὰν κλίνην (ἡ [[στρῶσις]] τῆς ἱερᾶς κλίνης ἦν ἑορτὴ παρὰ τοῖς Ρωμαίοις, ἐν ᾗ κοσμήσαντες τὰς τῶν θεῶν κλίνας παρετίθεσαν αὐτοῖς θοίνην), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4528· [[σφάζω]] τὸ πρὸς θυσίαν [[ἱερεῖον]], «σφάξαι δὲ τὸ ἱερουργῆσαι τὸ [[ζῷον]]» Ἀμμώνιος σ. 132 ἔκδ. Valck.· ἱερουργοῦντα τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ, ὑπηρετοῦντα εἰς τὸ ἱερὸν [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16· ἱερ. σωτηρίαν τινὸς Γρηγ. Ναζ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 31. - Παθ., τὰ ἱερουργηθέντα, αἱ γενόμεναι θυσίαι, Ἡρῳδιαν. 5. 5· ἱερουργούμενοι βωμοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων προσφέρονται θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀμελούμενοι, Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 34.
|lstext='''ἱερουργέω''': ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, Φίλων 2. 94, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἱερουργεῖν τὴν κλίνην, στρωννύναι τὴν ἱερὰν κλίνην (ἡ [[στρῶσις]] τῆς ἱερᾶς κλίνης ἦν ἑορτὴ παρὰ τοῖς Ρωμαίοις, ἐν ᾗ κοσμήσαντες τὰς τῶν θεῶν κλίνας παρετίθεσαν αὐτοῖς θοίνην), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4528· [[σφάζω]] τὸ πρὸς θυσίαν [[ἱερεῖον]], «σφάξαι δὲ τὸ ἱερουργῆσαι τὸ [[ζῷον]]» Ἀμμώνιος σ. 132 ἔκδ. Valck.· ἱερουργοῦντα τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ, ὑπηρετοῦντα εἰς τὸ ἱερὸν [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16· ἱερ. σωτηρίαν τινὸς Γρηγ. Ναζ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 31. - Παθ., τὰ ἱερουργηθέντα, αἱ γενόμεναι θυσίαι, Ἡρῳδιαν. 5. 5· ἱερουργούμενοι βωμοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων προσφέρονται θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀμελούμενοι, Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 34.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s'occuper du soin de <i>en parl. des choses du culte ; Pass.</i> ἱερὰ ἱερουργεῖται LUC le sacrifice s'accomplit;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἱερουργέομαι]], [[ἱερουργοῦμαι]] célébrer une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερουργός]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸεὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἱερουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκτελώ]] θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., [[ἱερουργέω]] τὸ εὐαγγέλιον, [[υπηρετώ]] το [[ευαγγέλιο]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερουργέω:''' (тж. ἱ. τὸ [[εὐαγγέλιον]] τοῦ θεοῦ NT и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение: ἱερὰ ἱερουργεῖται Luc. совершается жертвоприношение.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj